Πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα, η ζωή περίτρανα μας έχει αποδείξει πως δεν είναι πάντα έτσι. Στην ερώτηση «πόσες μητέρες μπορεί να έχει ένα παιδί;» μη βιαστείτε να απαντήσετε…
Η Λούλα ήταν το μεσαίο παιδί της Γεωργίας Πατσουράτη, της γιαγιάς μου. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί ήταν το λατρεμένο της. Και δεν ήταν μόνο της γιαγιάς ήταν και του χωριού στο οποίο γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1937.Ένα ήσυχο και γλυκομίλητο κορίτσι, αριστούχα στο σχολείο. Όμορφο πλάσμα. Αγαπούσε την προσευχή και συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Λες και δοκίμαζε κάθε φορά όσα διάβαζε και βίωνε μέσα στο ναό να τα ζήσει κι έξω από αυτόν. Φιλανθρωπία, αλληλεγγύη, συμμετοχή, παραμυθία. Κάποια στιγμή άγνωστο πως, ένα παιδί αγρίμι μπαίνει στη ζωή της. Ένα ορφανό αγόρι. Τζαναμπέτικο, νευρικό, κυνηγημένο μα αληθινό και βαθιά ευαίσθητο παιδί. Αυτή λεπτοκαμωμένη με τρόπους, απεριόριστη προσοχή κι αγάπη από την οικογένειά της και αυτός, κατάμονος και αδικημένος από ζωή κι ανθρώπους. Η Λούλα τον ηρέμησε, τον χάιδεψε, τον παρηγόρησε. Τον έμαθε να αγαπά και να δείχνει εμπιστοσύνη. Τον έμαθε τι σημαίνει οικογένεια και υποστήριξη. Τον έμαθε να ακούει και να εκδηλώνει την αγάπη του με λόγια και με χάδια. Τον έμαθε πως ήταν ανθρώπινο να αφήνει τα δάκρυά του να κυλούν, να δείχνει αδύναμος. Πως ήταν ανθρώπινο να πονά και να το μοιράζεται.
Ανάμεσά τους πραγματώθηκε η αληθινή, η ακέραια αγάπη. Αυτή που δε θα γνώριζε θάνατο, ούτε ακόμα και με το φυσικό τους θάνατο. Κόντρα στις αρνήσεις της οικογένειας, εκείνη το σκάει από το σπίτι της και τον παντρεύεται. Μόνη. Χωρίς την παρουσία της μητέρας και του πατέρα της στο γάμο τους. Το πως έζησε το ζευγάρι το πρώτο διάστημα δε το γνωρίζω· βλέπετε εγώ είμαι το δεύτερο παιδί τους. Ακόμα και σήμερα μαθαίνω από αυτούς που τους έζησαν, για αυτόν το Μεγάλο Έρωτα που έζησαν οι δυο τους. Ο αδελφός μου κι εγώ είμαστε παιδιά της ανέσπερης αγάπης τους.
Όμως… μια άλλη καθορισμένη αγάπη, από την ώρα που η Λούλα γεννήθηκε σε αυτόν τον κόσμο, θα επέστρεφε να την διεκδικήσει. Ο Χρήστος θα πάλευε όσο ποτέ στη ζωή του να κρατήσει δική του. Θα έδινε τα πάντα να τη κλείσει στην αγκαλιά του και να μην του την πάρει κανείς. Θα έπεφτε στα γόνατα, θα φώναζε, θα έκλαιγε, φτάνει να μην την χάσει. Θα έκλαιγε για μια ζωή, φτάνει να μην την έχανε… Ανάμεσα στον πατέρα μου και την Παναγία μας, επικράτησε η αγάπη της Παναγίας. Την πήρε κοντά Της το ξημέρωμα της προπαραμονής των Χριστουγέννων του 1974. Ετών 37.
Και πήρε και τη ζωή του Χρήστου μαζί της. Και του γιου της. Και τη δική μου.
Δε μίσησα τότε τίποτα όσο τα Χριστούγεννα. Γιατί έφυγε και μας άφησε ερειπωμένους, διαλυμένους. Όλους. Τον Χρήστο, τα παιδιά της, τα αδέλφια της, την μάνα της. Πιστεύω πως κι αυτή θα ήταν διαλυμένη αφήνοντας τον έρωτα της ζωής της, δυο παιδιά που δεν πρόλαβαν να τη χαρούν, τη μητέρα της και τον αδελφό της που τη λάτρευε και τον λάτρευε. Το τελευταίο της καλοκαίρι μου έκανε ένα δώρο. Τώρα πια μπορώ να το αντιληφθώ, τη στιγμή αυτή που γράφω πρώτη φορά για τη μητέρα μου. Με πήρε μαζί της τον 15αύγουστο του 1974 στο νησί της Τήνου. Ήμουν επτά ετών και οι γιατροί τής είχαν δώσει ελάχιστο χρόνο ζωής. Αυτή το ήξερε. Εγώ όμως όχι.
Θυμάμαι ακόμα το ψηλοτάβανο ξενοδοχείο με το μωσαϊκό και πάνω από την υποδοχή και σε άλλα σημεία της οροφής ήταν κρεμασμένες εκείνες οι σκουρόχρωμες ταινίες σε ρολό που είχαν κόλλα για να κολλούν οι μύγες. Το επόμενο που θυμάμαι ήταν τη μητέρα μου στα γόνατα μαζί με άλλους να ανεβαίνουν μια ανηφόρα. Ο κόσμος γύρω ασφυκτικός και εμένα με τρόμαζε το πλήθος. Δεν είμαι σίγουρη αν μου κρατούσε το χέρι, αλλά όλο αυτό ήταν παράξενο. Γνώριζα όμως πως «η μαμά ήθελε να προσευχηθεί στην Παναγίτσα». Αυτό. Τίποτα άλλο. Ήδη το προηγούμενο απόγευμα μου είχε πάρει ένα πήλινο πουλάκι. Έβαλε λίγο νερό μέσα του και το φυσούσα από την ουρά και κελαηδούσε. Είχα το παιχνίδι μου και ήταν ωραία. «Ωραία» για πόσο ακόμα…
Όταν πέθανε η μητέρα μου, θύμωσα με την Παναγία μας. Για το νησί της Τήνου ούτε λόγος! Έλα όμως που η ζωή έχει τα δικά της σχέδια…Το καλοκαίρι του 2018, γνωρίστηκα με μία κοπέλα από τη Μυτιλήνη. Έξαφνα μπήκε στη ζωή μου και με σημάδεψε χωρίς προφανή εξήγηση. Η Τ. δοκιμάζεται από μία ασθένεια και ο αδελφός της ο οποίος είναι αρχιμανδρίτης, πρότεινε να πάνε μαζί με μία από την αδελφή τους στην Παναγία της Τήνου. Εκείνο το Σαββατοκύριακο που θα πήγαινα να τη συναντήσω για να είμαι κοντά της στο πρόβλημα υγείας, μου ανέφερε το ταξίδι στο νησί κι αν θα ήθελα να τους συνοδεύσω. Ήταν Πέμπτη και θα ταξίδευα το Σάββατο. Είπα «Ναι» χωρίς να το σκεφτώ. Κλείνοντας το τηλέφωνο ανακοίνωσα στις συναδέλφους μου στο γραφείο πως: «Θα πάω να συναντήσω τη μητέρα μου. Θα πάω να πατήσω στα ίχνη της και να την βρω».
Είχαν περάσει 44 ολόκληρα χρόνια που είχα να μιλήσω για την Τήνο. Είχαν περάσει 44 ολόκληρα χρόνια πριν θελήσω να αναζητήσω και να συναντήσω τη μητέρα μου. Πήγα στο νησί και χωρίς να είχα κάνει κάποιο τάμα, έκανα τη διαδρομή της μανούλας μου, στα γόνατα. Κάθε άπλωμα των γονάτων μου, έσβηνε πίσω μου το θυμό μου. Κάθε κάψιμο και κάθε φυσικός πόνος, απάλυνε και παρηγορούσε τη θλίψη και τον πόνο της καρδιάς μου. Δίπλα μου είχα την Τ. που δεν επιτρέπεται να γονατίσει λόγω ασθένειας. Ανάμεσα στους λυγμούς μου τη ρώτησα, για ποιο πράγμα να προσευχόταν η μητέρα μου εκείνη την ώρα. Η Τ. μου απάντησε αυθόρμητα: «Για σας που θα άφηνε πίσω της. Δε το έκανε για την ίδια, ήξερε πως θα πεθάνει. Το τάμα της ήσασταν εσείς».
Δίπλα μου είχα το ράσο του πατρός Κ. αντί του ράσου που φορά ο αδελφός μου Σ., μοναχός του Αγίου Όρους. Δίπλα μου είχα την αδελφή τους που με παρότρυνε συνεχώς να μη λιποψυχήσω. Και μπροστά μου Πανώριες τη μία δίπλα στην άλλη, τις δύο Μητέρες μου που με περίμεναν όλα αυτά τα χρόνια. Αυτές που κατάλαβαν, συγχώρεσαν και προσκάλεσαν κοντά τους ένα ρημαγμένο παιδί για να το γιατρέψουν. Και το κατάφεραν.
Η αναζήτηση της Λούλας ολοκληρώθηκε την ώρα που ασπαζόμουν την Άγια Εικόνα της Παναγίας της Τήνου. Φέτος είναι η πρώτη φορά που γιορτάζω τις Μητέρες μου! Χρόνια πολλά και καλά με υγεία στις μητέρες που έχουμε δίπλα μας. Καλό Παράδεισο στις μητέρες που έχουμε ως φυσική παρουσία, χάσει.
Νίνα.
Αυτή είναι η Λούλα ΜΟΥ, η μανούλα μου.