1,2K
Λευκό τοπίο, απάτητο, οι ψυχές. Τα γράμματα αναζητούν την ακριβή σταδία, ράγες παράλληλες ποθούν οι λέξεις να ορίσουν.
Οι εξέδρες ως διακόνημα προσφέρθηκαν σταθμών να γράψουν συναξάρι, των παπουτσιών που έφτασαν κι όλων αυτών που ‘φύγαν.
Στριγκός ο ήχος του «δια», της έσω διαδρομής θα σχίζει το «διασχίζει». Τα έμβολα μεσ’ τους καπνούς σαν θα ζυγώσει η νύχτα, τρεις θα σφυρίξουνε φορές.
Τον χρόνο τον επέκεινα εμπρός σου τον καλούνε.
Αναμετρήθηκες άραγε ποτέ; Τον ζήτησες αντίκρυ; Ή τον αφήνεις μοναχό να λιώνει κιμωλία;
Στον πίνακα τούτης της ζωής δική σου είν’ η απουσία; Ή εκ των ενόντων κρίνεται μια, κάποια, παρουσία;
Νίνα Ρόδη
Σκέψεις πάνω στον χρόνο που περνά