Τέσσερις πύλες ανοιχτές, υψώσανε σημαίες
στου άτλαντα το μέτωπο, κυλούν ρανίδες φόβου.
Στ’ αδράχτι του τυλίχθηκαν, οι δρόμοι των ανθρώπων.
Σε ίχνη πάνω, σε γραμμές, συνάχτηκαν οι μύστες,
των οριζόντων πλοηγοί και των νεφών οι γνώστες.
Ατρύγητος ο λόγος τους, ο ήχος σφραγισμένος,
ανεξερεύνητες σιωπές και στοχασμοί σ’ αμάχη.
Ακέραιη τη συνδρομή, σε μήνυμα πρεσβείας
να την προσφέρουν θέλησαν, σα χρέος στο σκοπό τους.
Στη λιτανεία των στιγμών, αυτών που προσπερνούνε
χωρίς την αθωότητα, τη δύναμη της πίστης,
τα παραμύθια έμεναν, σβηστά κεριά, στην άκρη.
Ο χρόνος δεν περίσσευε ˙ βασίλευε ο κόσμος.
Το τύμπανο τ’ ωκεανού τεντώθηκε ν’ ακούσει
την ιστορία για τη γη που γέννησε τα άστρα.
«Ανέμη στήσανε τρανή στη μέση της ερήμου.
Με νήματα τους έδεναν τους σπόρους των ανέμων,
κόμπο τον κόμπο έπλεξαν μια σκάλα για ν’ ανέβουν
σε υπερώα μυστικά, σε μυθικούς αιθέρες,
σε δημοσιές που γέμιζαν συνοδοιπόρους ήλιους.
Βρήκανε δρόμους σκοτεινούς και κρήνες ρημαγμένες
των ηφαιστείων την καπνιά, τους κήπους με τ’ αγκάθια.
Δεσμώτες τα στεγνά κλαδιά, μ’ αρθρώσεις γερασμένες˙
αμείλικτα πληγώνουνε τα λείψανα των κάστρων.
Στις πολεμίστρες τις στενές, ιππότες πετρωμένοι.
Βαθύστερνος ο στεναγμός φτεροκοπά να φύγει
σε δίχτυα μπλέκει θηρευτή και σε ιστούς αράχνης.
Μια γλαύκα, τους παρατηρεί με τ’ άγρυπνά της μάτια
μες στο παλάτι να περνούν, στη σάλα τη μεγάλη.
Σπασμένοι πολυέλεοι, άδειοι καθρέφτες χάσκουν,
λειψή κρεμιέται η οροφή από χρυσά ταβάνια.
Στα δάπεδα της τα γυμνά, τα μάρμαρα σκισμένα.
Διάσπαρτα τα γράμματα, ριγμένα μες στη μέση
σαν προσδοκούν ανάγνωση, τα μάγια να λυθούνε.
Ένα προς ένα γύριζαν, τους άλλαζαν τη θέση
μέχρι να βάλουν στη σειρά, τους φθόγγους να διαβάσουν.
Τα δάκτυλα αναζητούν, της μοίρας τους, τη φράση.
Τη βρήκε ‘κείνος ο μικρός, που έκλαιγε ν’ ανέβει,
αυτός που παρακάλαγε μαζί τους να τον πάρουν.
Δεν έφταναν τα χέρια του να κρατηθεί στους κόμπους˙
τον είχαν δέσει με σκοινί μη τύχει και γλιστρήσει.
Κάθε του γράμμα και λυγμός, κάθε του λέξη δάκρυ.
«Μες στην πυρά η προσφορά, αίμα γαλάζιο να ‘χει»
Αμίλητοι αγκάλιασαν το σώμα και θρηνούσαν
το στερνοπαίδι βασιλιά, της ρήγισσας καμάρι.
Ποτέ τους δεν θα άφηναν επτάχρονο αγόρι
να στέκει μόνο να χτυπά, του Χάροντα ν’ ανοίξει.
Ταγμένοι στο ταξίδι τους, σημάδια να ερμηνεύουν
αντάμα αποφάσισαν, μαζί πως θα δεχτούνε
ν’ απαρνηθούνε τη ζωή, να σώσουνε τους μύθους,
να ξεχυθούν νοήματα, κρυμμένες ιστορίες.
Σαν αστραπές τα σώματα, έφεξαν το σκοτάδι.
Η μέρα άνοιξε πανιά, στο φως να ταξιδέψει,
να λάμψει λευκοπρόσωπη, η άνοιξη στη χώρα.
Ξύπνησαν κόρες λυγερές και νέοι στολιστήκαν
να βγουν στα θυρανοίξια του νέου βασιλείου.
Οι κήποι άνθισαν ξανά, σπαρτά και ροδοδάφνες
κι εκεί που κάηκαν καρδιές, φλογίζει την ημέρα
ένας ιβίσκος σινικός, πυρόχρωμος σαν αίμα.
Κανείς δεν την κατέβηκε τη σκάλα της ερήμου.
Οι κόμποι λύθηκαν με μιας, σκορπίσανε οι σπόροι
για τη θυσία να μιλούν, στο γένος των ανθρώπων.
Στο σκίρτημα του άπειρου, μες στους σφυγμούς αιώνων,
γεμίσανε τα σύμπαντα μ’ αστέρια κι ιστορίες.
Παραμυθάδες της στοργής και της αγάπης δώρα
αιώνιοι βιγλάτορες της παιδικής πατρίδας».
*
**
Κρατώ με ζήλο στην ψυχή, το φωτεινό αστέρι˙
εκείνο το επτάχρονο, αγόρι της θυσίας
για να περνώ ανάμεσα σε ίσκιους και ψιθύρους,
να ξεγελώ το θάνατο, της μάγισσας το ξόρκι,
των καταιγίδων τις ουρές να δένω να μερέψουν.
Μοσχοβολούν τα ξέφωτα, απλόχωρη γαλήνη.
Μες στων αγρών το ξάνοιγμα ακούω τη φλογέρα.
Τα χέρια δώστε μου τα δυο, να νιώσω τον παλμό τους
στο σιωπηλό τραγούδι τους να μπω και να χορέψω.
Αφηγητές και ποιητές στην κεφαλή του κύκλου
κορμιά που σμίγουνε κοινά, ο μύθος κι η αλήθεια.
Πυρώθηκε ο έσπερος˙ στιγμάτισε τη νύχτα
κι εγώ παιδί – πάντα παιδί, με τόλμη περιμένω
μ’ ένα σπαθί κι ένα φιλί και μιαν ευχή μητέρας
να γαντζωθώ απ’ το λαιμό του δράκου που ζυγώνει.
Νίνα Ρόδη
7ο Φεστιβάλ Αφήγησης Ολύμπου, Καλλιπεύκη 24 Ιουνίου 2016