Και να που έζησες,
καλέ μου παπά-Γιάννη,
για τη μεγάλη συμφορά
να γράψεις στο χαρτί σου,
στης φυλακής σου το κελί,
και στο υγρό το στρώμα πάνω.
Ξημέρωνε η Κυριακή.
Μες στην αχλύ της μέρας,
χτυπούνε οι καμπάνες σας,
μα ο κόσμος δε γιορτάζει.
Δεν είναι σχόλη ή χαρά,
δεν είναι πανηγύρι,
είναι που πλέουν ορθόπλωρα
Σαρακηνά καράβια,
στην πόλη την πανώρια σας
και στην ξανθιά γοργόνα.
Μια προσμονή βοήθειας,
στα γόνατα, σας βρίσκει.
Να κλαίτε,
να ικετεύετε
και να παρακαλάτε,
την τελευταία τη στιγμή,
η πόλη να γλιτώσει.
Στην πρώτη την επίθεση,
τα τόξα τεντωθήκαν,
καήκανε τα δάχτυλα,
σαΐτες να σκορπούνε.
Αντιβουίζει χαλασμός,
δαρμός και θρήνος
μαύρος.
Στη δεύτερη,
οι δυο φωτιές,
που άναψαν στις πύλες,
σπέρνουν αιθάλη νεκρική
στις πέτρες να φυτρώσει,
το θάρρος σας να πνίξουνε
μαζί και την ανάσα.
Στην τρίτη την επίθεση,
το σχέδιο αλλάζουν.
Τα ’δέσαν τα καράβια σας
σε ζεύγη μοιρασμένα
για να στηλώσουν σώματα,
Αγαρηνά και ξένα.
Σα ζώα που ξεφύγανε
στις πρώτες τις αρένες
ορμούν στα τείχη σας ψηλά
στην πόλη μέσα πέφτουν.
Στα δόντια,
τα μαχαίρια τους,
στα χέρια,
τα δρεπάνια.
Ο κόσμος να σκορπίζεται,
ανήμπορος,
να τρέχει.
Στης πόλης μέσα τα στενά,
στους δρόμους
να ουρλιάζει.
Ποιος να προστρέξει;
Ποιος να δει;
Να σώσει ποιος αντέχει;
Σκούζουν οι μάνες στις αυλές,
οι άντρες καταριούνται,
μικρά κορίτσια αρπάζονται,
με μιας πετιούνται κάτω,
και τα γυμνά σας ορφανά,
στα αίματα πατάνε.
Κίτρινα μάτια,
ικτερικά,
στις κόγχες τους χωθήκαν.
Τα δόντια σας,
τα σπάσατε,
από τριγμό και φόβο.
Για το μυαλό που σάλεψε,
για τους νεκρούς χιλιάδες,
άλλοι δεν έχουν αντοχή,
άλλοι δε θα μιλήσουν.
Της μοίρας αναπόφευκτοι
σταθήκατε στο χρόνο.
Εσύ, κρατείς με δύναμη,
και πρέπει να αντέξεις,
να βάλεις λέξεις στη σειρά,
όλα να ειπωθούνε.
Αράδα στην αράδα τους,
οι ίσκιοι ζωντανεύουν,
οι εικόνες σου θεριεύουνε,
η μνήμη σου γεννάει.
Κοιμήσου, παπά-Γιάννη μου,
κοιμήσου αναπαυμένος.
Δε φταίγαν οι αμαρτίες σας,
ούτε η παρακμή σας,
πρωτόπλαστο το ένστικτο,
του ανθρώπου να σκοτώνει,
δίχως να έχει αφορμή,
δίχως να απειλείται,
το χέρι του οπλίζεται,
μα πρώτα η καρδιά του,
που άπληστη κι αχόρταγη,
θέλει να καταστρέφει.
Κοιμήσου, παπά-Γιάννη μου,
και για τη συμφορά σου,
μιλούμε κι ανατρέχουμε,
μα πάλι μην ελπίζεις,
τα ίδια θα συμβούν ξανά
δίχως εσύ να ζήσεις.
Σε αιώνες που διαβήκανε
και σε άλλους
που θα φτάσουν,
τα τείχη και τα οχυρά,
όσο και να ψηλώσουν
το σάστισμα της άλωσης
ποτέ δε θα αποκρούσουν.
Το φρόνημα μας είναι αυτό,
που πρέπει
να ψηλώσει.
Νίνα Ρόδη
Μία αφορμή, για τα 1.120 χρόνια από την Άλωση της Θεσσαλονίκης, 29 Ιουλίου 904 μ.Χ.
Βασισμένο στο Χρονικό του Ιωάννη Καμινιάτη.