44
Κυλούν στα λούκια του ουρανού
θύμισες ζωής και χύνονται σε τόπο χέρσο κι αδειανό.
Ποιος να συγκρατήσει τα ρυάκια;
Ποιος στη χούφτα του να πιεί νερό;
Διήγηση αιώνων, θαύμα μικρό κι ασύλληπτο
βροχή, που θορυβείς στην παρουσία σου.
Σύ που γνέφεις, μάνα στο κατόπι του παιδιού σου.
Που αγρυπνάς, να γεμίσει η στέρνα ως τα χείλη,
της γης να ξεδιψούν οι ζωντανοί.
Σε δέρμα στεγνό, στάλες να ακουμπήσεις,
σε άκριες μαλλιών να κρεμάσεις φως.
Βροχή, που αφαιρείς στην απουσία σου,
της παιδικής μας αθωότητας, τα βρεγμένα πέλματα
τις γάμπες και τα μπράτσα.
Το άγουρο φιλί στο μουσκεμένο καύκαλο του πεύκου.
Τι θαρρείς λοιπόν, πως καταφέρνεις;
Χέρσους κι αδειανούς μην μας αφήσεις,
τις θύμισες όλες της ζωής μας, άσε
να κυλούν από τα λούκια του ουρανού.
Νίνα Ρόδη,
10.9.2024