Πρώτα είδαν την αστραπή, ρίζα ουράνια που έλαμψε στον ορίζοντά τους κι αμέσως σαν ανάμνηση, χάθηκε μες στο σκοτάδι για να απλωθεί και πάλι, εκείνη η ατέλειωτη νύχτα. Μετά άκουσαν τη βροντή να συγκλονίζει τα σπλάχνα τους. Να δονούνται τα οστά τους από την υπόκωφη βοή της θάλασσας.
Τα χείλια τους σκασμένα από δίψα και δαγκώματα. Γεύονταν αλμύρα και μέταλλο, στο σάλιο τους. Πληγές ανοιχτές τα πόδια τους, έσταζαν πλάσμα και αραιωμένο αίμα. Όσοι γλίτωσαν από την πανώλη, με πυρετό τούς είχανε δεμένους, ορθούς, στα ιστία. Επάνω τους ξερνούσαν, επάνω τους ξέπλενε η βροχή τους εμετούς τους. Έβριζαν. Καταριόντουσαν. Μούτζωναν τον ουρανό.
Αιώνες πέρασαν μέσα σε τούτη την τρικυμία.
Εννιά ημέρες σήμερα, που ρίχτηκε στη θάλασσα ακόμα ζωντανό το ρασοπαίδι. Μικρό παλικαράκι, καθολικός παπάς, πριν να γευτεί τη ζήση του, ψυχές τον έβαζε ο Θεός επάνω σε πειρατικό σκαρί να τις ελέγξει. Αυτών, που με τα μαύρα τους πανιά, μεσόγειο ολόκληρη φοβέριζαν. Δικό τους είχανε Θεό, που πάνω στους νεκρούς του, λειτουργούσε. Διάδημα χρυσών δοντιών φορούσε στο κεφάλι και μέσα στα κιβώτια σεντέφια είχε, οφθαλμούς αυτών που ξεκληρίζαν. Για ποιον Θεό αγάπης, να μιλήσει;
Το πλοίο το εμπορικό, με ανταρσία, σήκωσε σημαία πειρατική. Άλλαξαν την αρματωσιά, τους χώρους των φορτίων, σύναξαν παράνομους και οπλισμό. Τρία κανόνια έχασκαν σε κάθε του πλευρά. Όταν πια, ο καπετάνιος τους, ανέβηκε στη γέφυρα και βγήκε σύμπασα η κραυγή, στην άκρη της μεσογείου άρχισε να καψαλίζεται η θάλασσα και πυρκαγιά στα ξέφτια της να απλώνει.
Είχανε για ναύκληρο, κάποιον, απ’ την παλαιά Φοινίκη. Σε ένα παζάρι αγοράστηκε. Δούλος, να στέκει στη σειρά ανάμεσα στους άλλους, με τα σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, να κρύβουν μισή πλάτη. Το δέρμα του ήταν μελαμψό. Τα μάτια του, μεγάλα. Το στόμα του στενή γραμμή. Με το κορμί γεμάτο χαρακιές -τον έδερναν σα ζώο για να σπάσει, ακλόνητος παρέμεινε με το παράστημά του τεντωμένο. Τα βλέφαρα δεν έκλεισε στον πόνο, δε σήκωσε τα χέρια για προφύλαξη.
Στον καπετάνιο άρεσε η αντοχή του δούλου του, και για να τον δοκιμάσει, τις πιο απόκοτες ενέργειες τον έβαζε να κάνει. Σάλτα και αρπαγές, και σκοτωμούς και μάχες. Κι αφού για μήνες έντεκα τον παρατήρησε, στο χρόνο επάνω, θέση του έδωσε του πρώτου μες στο πλοίο. Του άλλαξε και όνομα. Νικήτα, τον ονόμασε. Τις νίκες να θυμίζει και τα λάφυρα.
Αυτός ήταν που έσυρε το νεαρό παπά βαθιά στην κρύπτη της μονής. Μες στην ατάραχη σιωπή και την υπακοή του, αγόγγυστα το σύρσιμο και τις βρισιές υπόμενε. Μάρτυρας της πίστης του, αγνός. Αιώνες πάνε δεκαεπτά στο ράσο του ραμμένοι. Τι κι αν δεινοπάθησε στα χέρια του Νικήτα; Ανώφελη, η βάσανος. Βρήκαν κελάρια αδειανά, τα άμφια τους τα χρυσά να είναι ξηλωμένα, ανάποδα τα μπαούλα τους με τις καμπούρες τους κενές. Όλα τα αφαίρεσαν οι Οθωμανοί κουρσάροι. Πάνε οι κανδήλες οι χρυσές, οι λίθοι οι πολύτιμοι και οι μαργαρίτες, όλα τα αρπάξανε, δώρα στο σουλτάνο τους να στείλουν.
Κι εκείνος ο παπάς, να μη ζητήσει λύπηση; Να μην παρακαλέσει; Με το σκισμένο φρύδι του, τα χείλη τα πρησμένα, προσπάθησε να σηκωθεί απλώνοντας το χέρι στο Νικήτα. Κι εκείνος, θες από ένστικτο παλιό, τον στήριξε στα πόδια του. Να ήτανε το άγγιγμα, η ξέχειλη αγάπη που γέμιζε τα μάτια του παπά; Σαν ίσο τον λογάριασε ο Νικήτας, στο θάρρος και τη δύναμη, μα ξένο ολότελα σε εκείνο το συναίσθημα.
Κράτησε τις δυο παλάμες του, ο παπάς, κι οι δυο σημαδεμένες με το σκληρό το δέρμα τους, τους κάλους απ’ τη σπάθη. Τις κοίταξε και σήκωσε το βλέμμα, στο δικό του.
―Για άλλα σε προόρισε ο Πλάστης σου, γιατί να καταστρέφεις; Για να ταιριάζουμε σ’ αγγέλους έχουμε πλαστεί και όχι σε δαιμόνια. Δεν είναι αργά εάν θέλεις να επιστρέψεις, είπε και του σταύρωσε το μέτωπο, με το δεξί του χέρι.
Παρέμεινε ακίνητος στη θέση του ο Νικήτας, άλαλος, ανίδεος για ό,τι του συνέβη, ώσπου με βία ένας σύντροφος τον τράβηξε απ’ το μπράτσο.
―Αδειάσανε ολόκληρο νησί! Για αλλού σαλπάρουμε. Εμπρός! Στάθηκε για μια στιγμή. Κοίταξε το νεαρό παπά, κάτι σα να σκέφτηκε κι αρπάζοντάς τον από το σβέρκο, μαζί τους στο καράβι, τον πηγαίνει. Τον έβρισε ο καπετάνιος άσχημα τον άχρηστο εκείνον, τον τυφλό απ’ το ένα του το μάτι. Τι το κουβάλησε το παραπάνω στόμα;
―Για ευλογία, του απάντησε, κι αρχίσαν όλοι να γελάνε.
Θα άλλαζε η μοίρα τους εκείνη την ημέρα. Στο πέρασμά τους έβρισκαν θανατικό και τα σεντούκια άδεια. Τύχη γυμνή, από λεφτά κι από ρεσάλτα. Όσα καράβια κι αν ζυγώσανε, νεκρά και στοιχειωμένα. Σε κόρφους μυστικούς κι αν έπιασαν, βοή και πάλεμα και φονικό, τους βρήκε.
Ο καπετάνιος, φώναζε να πάψουν να βαρυγκωμούν και να ελπίζουν πάλι. Πως θα γυρίσει ο άνεμος. Όλα ξανά θα φτιάξουν. Στον τελευταίο τον καυγά, έβγαλε την πιστόλα. Με μιας όλοι μαζεύτηκαν κι άρχισαν να τον βρίζουν. Για να γλιτώσει απ’ το κακό, ανέβασε τα δύσμοιρα κορίτσια από το αμπάρι. Τους δίνει ακόμη εντολή να βγάλουν το βαρέλι που ήταν γεμάτο με κρασί για να το πιούν αντάμα. Τους φώναξε πως έχουνε γιορτή και όλα να τα μοιράσουν. Και τα κρασιά και τα κορμιά, όλα δικά τους είναι.
Έφεραν και τον παπά. Τα χέρια του στην κουπαστή, πισθάγκωνα με το σκοινί, τα δένουν. Ανοίγοντας το στόμα του, χωνί βαθιά του μπήγουνε, να τον ποτίζουν με κρασί γεμάτο κατακάθι. Να βλέπει και να ορέγεται, τα θηλυκά πως σμίγουν με τους ναύτες. Τα έβαλαν κατάχαμα, με τα φουστάνια ως στα στήθια σηκωμένα και με τα σκέλια ανοιχτά. Τα πέρναγαν με τη σειρά˙ ο πιο ψηλός στο μπόι κι ακολουθούσανε όλοι τους, καθείς με τη φτιαξιά του.
Στα πόδια του γονατιστά καθόταν ο ιερέας, με το κεφάλι του ριγμένο εμπρός στο στήθος. Με μάτια ματωμένα από την αγρύπνια, ίσκιος μελανιασμένος, άρρωστος, ψέλλιζε αγάπης προσευχές κι ελέους ικεσίες. Έσταζε από το στόμα του, αγία κοινωνία.
―Διψώ, ακούστηκε ο νεαρός παπάς, να λέει.
Ένας από τους ναύτες, παραπατώντας τον πλησίασε. Του σήκωσε το μέτωπο και έχυσε στο πρόσωπο κρασί.
Έστεκε στη μέση του πελάγου ο Νικήτας, με ενωμένα τα ματόφρυδα, κατάμονος σε εκείνη την αντίρρηση. Από τα βάθη του ουρανού και της θάλασσας τα πιο βαθιά της μέτρα, το έβλεπε το βέβηλο και το φριχτό μαρτύριο αθώων στο καράβι. Έπιασε την κεφαλή της πάλας του, που είχε στο ζωνάρι. Πλησίασε και με μια σπαθιά, του ιερέα τα δεσμά τα κόβει. Έγειρε στο πλάι, το λιανό μαύρο κλαρί. Τα μάτια του, δυο τρύπες ανοιχτές σ’ ολόκληρο το πρόσωπο.
Έσκυψε, ο Νικήτας, από πάνω του. Σταγόνα τη σταγόνα, του έδινε να πιει. Όταν κάποτε κατάφερε να μιλήσει ο παπάς, του έγνεψε το αυτί του να ζυγώσει.
―Δική σου ήταν η φυλή, όταν κατοίκησε τη σιωπηλή μας πόλη. Σε εκείνο το νησί, ίδια κυλάει και στους δυο μας, η ιστορία. Στο αίμα, το κοινό μας, στο ζητάω. Στείλε με στο θάνατο. Στείλε με, να με λυτρώσεις.
―Δες με παπά, αόρατο πως με κατάντησε ο Θεός σου. Κανένας δε με κοίταξε, όπως εσύ. Κανένας δε με βλέπει τώρα. Με έσωσες γι’ αυτό και θα σε σώσω.
Τον σήκωσε. Ένα φοινικικό τραγούδι άρχισε ο δούλος να του λέει. Τον στέριωσε στο πλάι του, τον κράτησε απ’ τη μέση. Στα πλάγια κατευθύνθηκαν στην άκρη στο καράβι. Κανένας δεν τους πρόσεξε, μόνο ο καπετάνιος. Τον κόκορα σήκωσε του πιστολιού, τους δυο τους σημαδεύει. Το χέρι του για μια στιγμή σα δίστασε. Ο δούλος, αγκαλιά με τον παπά να περπατάνε. Ο ένας ψάλλοντας, ο άλλος τραγουδώντας. Ο κρότος σαν ακούστηκε και ο δούλος τρυπημένος ίσα στην πλάτη, να γέρνει στο κατάστρωμα. Το χέρι ακόμα κράταγε σφιχτό στη μέση, τον ιερέα. Ακίνητοι οι σύντροφοι, με τα κανάτια να αιωρούνται στον αέρα. Ακίνητα τα στόματα, να αποδομούν κραυγές από τις λέξεις.
Και δεύτερη ανάφλεξη και δεύτερο πιστόλι. Κρότος ακούστηκε ξανά. Ξυστά απ’ το σώμα του παπά που έγερνε με μια απόρθητη στοργή επάνω στον Νικήτα.
Σιγή.
Και παφλασμός.
Γραπώθηκαν δεκάδες δάχτυλα στην κουπαστή, λερά και μαυρισμένα, γδέρνοντας με τα νύχια τους το ξύλο που βαστούσαν. Σκοτεινιασμένα έγειραν κεφάλια όλο ψώρα, για να γυρέψουν δυο νεκρούς στης θάλασσας το κύμα. Γύρισαν και συνέχισαν το γλέντι και το πιόμα. Ο χρόνος της ντροπής τους σαν τερμάτισε και πάλι απ’ την αρχή ξεκίνησαν για να κουρδίσουν ώρες. Ο θάνατος μια σκοτεινή σχισμή που κλείνει σαν το βλέφαρο, όταν φυσά αγέρας.
Τα σώματα, ξεβράστηκαν σε ορθόπλωρο βράχο, συμπαγή. Αποκομμένος αγναντεύει τη μητρική τη γη απέναντί του. Αρσενική η φύση του. Οριζόντια η κορφή του. Κατάξερη σαν καύκαλο φρυγμένο από τον ήλιο. Στο δυτικό τον άνεμο, σαλεύουν σκαλισμένα κίτρινα σπάνια φυτά με τα αραβουργήματά τους. Ολόφωτα κι αυτά, να μαρτυρούν και να φυλάσσουν, στο ιερό τους το νησί, τελετουργίες μυστικές κι αρχαίου θεού λατρεία.
Τα μάτια τους, σαν άνοιξαν, δεν είχαν πλέον ύλη. Μόνο σχήμα διάφανο και χρώμα αμμουδερό. Ο Νικήτας κοίταξε τον νεαρό παπά. Στα ανοιγμένα χέρια του, στις άκρες των δαχτύλων, μικρά μπουμπούκια άνθιζαν.
Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά. Μέσα από τα σώματα, ταπεινός ένας χριστιανικός ναός στην αντικρινή στεριά, τους προσκαλούσε. Διαπέρασαν κι οι δυο τον πέτρινο τοίχο και βρήκαν τον καβαλάρη άγιο να ξεπεζεύει μπροστά στο ιερό βήμα. Σπάραζε νεκρός στη μέση ο δράκοντας. Μια μυρωδιά από λιβάνι, ένα ημίφως σιωπηλό, ανάμεσα σε ανθρώπους και αγίους, συγχώρεσαν τις αμαρτίες του κόσμου. Δεν υπήρχανε σφαγές, θάνατοι και πόνος. Δεν υπήρχε του τόπου, ο ξεριζωμός.
Τα δύο διάφανα κορμιά το ένα δίπλα στ’ άλλο, στο χώμα το φτωχό, το παραδαρμένο από τον άνεμο, έμπλεξαν και τύλιξαν και ρίζωσαν ως ένα.
Έτσι τον βρήκε ο άγιος το επόμενο πρωί, τον δέντρο, τον Αόρατο. Με τα σγουρά κατάμαυρα μαλλιά και με τα κλωνιά του απλωμένα.
Νίνα Ρόδη, 5 Αυγούστου 2024
…