Είχαν αποσώσει το βραδινό φαγητό και ο άντρα της με το γιο τους, ένα μωράκι δυο χρονώ, είχαν ξαπλώσει.
Κοίταξε τη στοίβα με τα ρούχα που την περίμεναν… αναστέναξε. Έβαλε το σίδερο στην πρίζα. Μέσα της έψελνε «Την Υπερμάχω», Παρασκευή του Ακάθιστου Ύμνου σήμερα.Από νωρίς είχε πάρει το μωρό της αγκαλιά και παρακολούθησε τη Λειτουργία. Κοντοζύγωνε η Μεγάλη Εβδομάδα. Αφαιρέθηκε ακούγοντας τον πρώτο γκιόνη να φοβίζει τη νύχτα με εκείνο το κρώξιμο. Άνοιξη.
Σάλιωσε το δάχτυλό της και το ακούμπησε στην επιφάνεια του σίδερου. Φσσσς! το τίναξε μακριά. Η Λούλα έπιασε τα μωρουδιακά κι άρχισε να σιδερώνει. Η κοιλιά της φουσκωμένη σα μπουμπούκι στα γυμνά κλαριά των δέντρων. Τη χάιδεψε με τρυφερότητα. Είχε μπει στο μήνα της. Μέρα με τη μέρα, θα έφερνε στη ζωή το δεύτερο παιδί τους. Ο Χρήστος, ο άντρας της, πολύ καμάρωνε που έκανε πρώτα το γιο! Ό,τι κι αν τους έστελνε ο Θεός για δεύτερο, γερό να ήταν…
«Σε ταλαιπωρώ κι εσένα, σπλάχνο μου, μίλησε σιγανά κοιτώντας την κοιλιά της. Που να κοιμηθείς κι εσύ με τις δουλειές».
Ο άντρας της ήταν «μουτζούρης» έτσι τουλάχιστον τον έλεγε η μάνα της, που δεν τον καλόβλεπε για γαμπρό. Δούλευε σε μεγάλες εταιρείες που είχαν αναλάβει τη διάνοιξη δρόμων, την κατασκευή λιμανιών, το στήσιμο φραγμάτων κι άλλα, κι άλλα. Στη δυσκολία πρώτος ο Μαστρο-Χρήστος. Εφεύρισκε λύσεις σε προβλήματα, οδηγούσε με αγάπη και αποφασιστικότητα το προσωπικό που είχε στην επίβλεψή του. Ποτέ δεν τον είχαν ακούσει να λέει «κουράστηκα». Πήγαινε πρωί και έφευγε βράδυ. Δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί σε κάθε νέο δημόσιο έργο, ο Χρήστος ήταν παρών από τους πρώτους.
Η Λούλα στο μικρό της βασίλειο, το βασίλειο του νοικοκυριού, δεν επένδυε πολλά. Ήξερε πως μόλις τελειώσει κι αυτό, θα έφευγαν για τον επόμενο τόπο, για το επόμενο έργο. Έτσι γύρισε κι αυτή τον κόσμο. Μαζί με τον «μουτζούρη» και τις κοινοπραξίες.
Τον Αντωνάκη τους, τον ξεγέννησαν στην Αμαλιάδα. Χειμωνιάτικο, μες στο κρύο. Τώρα ήρθαν στο Αγρίνιο. Δεν ήθελε να γεννήσει εδώ… θα έβγαινε «άγριο» το παιδάκι της. Πάντως ζωηρό μια φορά ήταν. Τράνταζε η κοιλιά της κάθε λίγο λες και κυνηγιόταν με τον εαυτό του αυτό το μωρό.
«Αυτό θα γεννηθεί λαμπριάτικο μα ατίθασο» μονολογούσε συχνά πυκνά.
Είχε σκύψει να αφήσει τα ρουχαλάκια του Αντωνάκη της και έμεινε εκεί. Σκυμμένη πάνω από την καρέκλα που μοσχομύριζε πράσινο σαπούνι. Ένας ισχυρός πόνος στη μέση και χαμηλά στην κοιλιά της, την έκοψε στα δύο.
«Χρήστοοο» φώναξε με όση δύναμη είχε, προσπαθώντας να σταθεί όρθια. Ο Χρήστος παραπατώντας μέχρι την κάσα την πόρτας έφτασε δίπλα της δρασκελώντας με μιας το δωμάτιο. Για πότε έφθασαν στο Γενικό Νοσοκομείο Αγρινίου ούτε το κατάλαβαν. Την πήρε η μαία να την ετοιμάσει κι ο Χρήστος έμεινε με την κλειστή πόρτα καταπρόσωπο.
Λιπόψυχος στον πόνο της γυναίκας του δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τηλεφώνησε στον εργοδηγό να τον ενημερώσει.
«Γεννάει η γυναίκα μου! Δε θα ‘ρθω για δουλειά…»
«Μείνε ήσυχος Μαστρο-Χρήστο, θα ειδοποιήσω εγώ τα παιδιά. Με το καλό! Να σου ζήσει!»
Σε λίγο μαζεύτηκε όλο το συνεργείο στο χώρο αναμονής. Κάθε τρεις και λίγο, οι νοσοκόμες τους έκαναν παρατήρηση να ησυχάσουν. Ήταν ενθουσιασμένοι που το αφεντικό τους θα γινόταν ξανά πατέρας.
«Τι θα κεράσεις, αφεντικό;»
«Ό,τι θέλετε παιδιά, κερνάω εγώ απόψε»
«Μάστρο-Χρήστο δουλεύουμε αύριο, μια μέρα ακόμα και μετά φεύγουμε για τα σπίτια μας. Μεγαλοβδόμαδο!»
Τσιρίγματα μωρού έφτασαν ως τους άντρες.
«Πω, πω αδελφέ μου, τι φωνές είναι αυτές; Πώς κλαίει, λες και το σφάζουν!»
«Αλίμονο στους γονείς του!»
«Μάστρο-Χρήστο λες να ‘ναι το δικό σου;»
Η σφαλιάρα έπεσε στο κεφάλι του μικρότερου.
«Αν ήταν το δικό μου, θα το πετούσα από το παράθυρο!»
«Παναγία μου, τι είναι αυτό το τσιριχτό;» σηκώθηκε ταραγμένος και βημάτισε ως το διάδρομο.
Η νοσοκόμα έρχονταν με τυλιγμένο το μωρό που τράνταζε στην ησυχία της νύχτας, ολόκληρη τη μαιευτική κλινική.
«Ο κύριος Ρόδης;»
Όλα τα χέρια έδειξαν το αφεντικό τους που σχεδόν έντρομος κοίταζε τη νοσοκόμα, παρακαλώντας να μην είναι το δικό του μωρό.
«Να σας ζήσει η κόρη!»
«Τι είπες;» πισωπάτησε σηκώνοντας τα χέρια να την απωθήσει. «Πάρ’ το πίσω, δεν το θέλω!»
«Μα τι είναι αυτά τώρα; Σας παρακαλώ!»
«Άντε ξηλώσου αφεντικό, για τα καλορίζικα!»
Έψαξε στην τσέπη του παντελονιού του κι έβαλε ένα χαρτονόμισμα στο χέρι της νοσοκόμας.
«Να μας ζήσει, αλλά πάρ’ το από δω!»
«Μα… δικό σας είναι… τι να το κάνω εγώ;»
«Πέτα το απ’ το παράθυρο!»
Οι συνεργάτες του Χρήστου τον πλησίασαν. Ένα ημικύκλιο αντρών που έπιαναν την «πέτρα και την έσπαγαν», που ανέβαιναν με τα χωματουργικά στα πιο απόκρημνα σημεία, που δεν λογάριαζαν κρύο, ζέστη, κόπο, στάθηκαν γύρω του τρυφερά, συμπονετικά, χαμογελώντας μπροστά στο θαύμα της ζωής.
Η νοσοκόμα ακούμπησε το μωρό που εξακολουθούσε να κλαίει γοερά, κόκκινο από τις στριγκλιές, στην αγκαλιά του πατέρα του.
Μόλις τα μάτια του αντίκρισαν τα μάτια της νεογέννητης κόρης του, με μιας σταμάτησε το μωρό να κλαίει. Του φάνηκε πως του χαμογέλασε. Και τότε δάκρυα άρχισαν να κυλούν.
«Η μάνα μου, ρε σεις! Η μάνα μου είναι! Η Κατερίνα μου… η μανούλα μου…»
Για τον άντρα που έμεινε ορφανός έξι μηνών, η μάνα που μόνο σε φωτογραφία την είχε δει, γύρισε μέσα από την ύπαρξη τής κόρης του να τον παρηγορήσει. Να του προσφέρει τη χαρά που σαν παιδί δε γνώρισε. Να του δώσει την ευκαιρία να λέει «Κατερίνα» και να μην τρυπιέται μέσα του, απ’ την απώλεια.
Έδωσε προσεχτικά την «Κατερίνα του» στην νοσοκόμα. Το μωρό είχε ησυχάσει. Το νοσοκομείο είχε ησυχάσει. Και η νύχτα. Μόνο ο γκιόνης φώναζε για τον ερχομό της άνοιξης. Τον πατέρα μου, τον «μάζεψαν» οι φίλοι του την άλλη μέρα κάτω από τα δέντρα του νοσοκομείου, τύφλα στο μεθύσι από ευτυχία. Είχε χαλάσει όλα του τα λεφτά σε κεράσματα. Πιστεύω πως το έργο δε συνεχίστηκε εκείνη την ημέρα, όλοι ήταν μεθυσμένοι! Άλλωστε έμπαινε Πάσχα, Σάββατο του Λαζάρου.
Νίνα.
Για τη μεγάλη μου αγάπη, τον πατέρα μου.