Στην οδό Δαναΐδων, δίπλα από τα τείχη δεν ξημερώνει ποτέ.
Όλο σκοτάδι, μόνο σκοτάδι. Τα έβλεπα τα αγόρια με τις χρυσές περούκες
να περπατούν αργά με συνοδεία γέρικα αδέσποτα σκυλιά.
Κάποτε, νιώθοντας μόνος, στεκόμουν απέναντί τους
με το τσιγάρο στο στόμα κάτω από το τεράστιο λυπημένο δέντρο.
Με χαιρετούσαν με ένα νεύμα, αγγίζοντας το γοφό τους.
Αυτά, τα ψηλόλιγνα αγόρια με την απέχθεια
του γυμνού τους κορμιού, αγκάλιαζαν το σκοτάδι τόσο αγαπητικά,
τόσο εξαρτημένα, τις παράνομες εκείνες ώρες,
με μια καρτερικότητα συγκινητική.
Καταφυγή τους, μερικών λεπτών ανεξερεύνητες υπάρξεις.
Και μετά;
Και μετά έβγαιναν οι χρυσές περούκες.
Τα κουρεμένα κεφάλια χαμήλωναν.
Να ’ταν αηδία και απόρριψη ό,τι τα πλήγωνε;
Στην αγνή τους καρδιά να στριφογύριζε ο θρήνος τους σα φίδι;
Μια ευχή μάνας ξεπλήρωνε του κόσμου τις βρισιές.
Μια μετάνοια στον πολιούχο, τα κρατούσε στη ζωή.
Και μετά;
Και μετά στις συφοριασμένες πέτρινες εσοχές,
γεννιόταν ξανά η απάτη της αγάπης.
Ξανά εκείνο το χαμηλόφωνο τραγούδι της νύχτας που ξεθάρρευε.
Κι εγώ, ξάγρυπνος, με το τσιγάρο στο στόμα,
να κουβαλώ στην πλάτη μου το φόβο της οδού Δαναΐδων.
Μη ξημερώσει. Μη χαθούν τα αγόρια με τις χρυσές περούκες.
Μη χαθεί εκείνο το νεύμα, εκείνο το άγγιγμα στο γοφό.
Νίνα Ρόδη