
Το σώμα παραδόθηκε
αντίθετα στον άνεμο να πλεύσει.
Σε τόπους άγνωρους,
αχαρτογράφητες στεριές.
Πυξίδα χαλασμένη
κι ο ήλιος από σφαλή πλευρά,
ακτίνες να σηκώνει.
Το χέρι δεν του ‘μαθε κανείς,
να κρατηθεί σε στέρεο σημείο,
πως να αναγνωρίζει.
Στην μοναξιά του ανατράφηκε.
Στων έσω σιωπηλών λυγμών,
τη διαρκή βοή τους.
Σε σπείρες λαβύρινθων γραμμών,
γητεύτηκε ο νους του.
Ρήμαξε.
Κύματα δέρνει και Θεό.
Μες στο σκοτάδι, από καιρό,
τον ίδιο αναζητάει.
Στων ευθυνών το αντίκρισμα
αυτόχειρας ο χρόνος,
βυθίζεται νεκρός.
Υγρές νοτίζουν οι ενοχές
που στάθηκε μες στο ταξίδι,
λίγος…
Νίνα Ρόδη – Artenistas 27.8.2014