Παρατηρούσα μήνες εκείνο το γαλάζιο νήμα που κρέμονταν από τον ουρανό, εμπρός στο σπίτι μου.
Πολλές φορές όταν ο καιρός ήταν άσχημος, χτυπούσε επάνω στο παντζούρι μου.
Άλλοτε πάλι όταν είχε άπνοια κρέμονταν παραδομένο, ακίνητο.
Την περασμένη άνοιξη το έβλεπα χαρούμενο να ανεμίζει. Σήμερα δεν άντεξα.
Βγήκα στην άκρη του μπαλκονιού μου. Τεντώθηκα.
Ίσα που άγγιξαν τα δάκτυλά μου την άκρη του.
Μια ριπή αέρα, το έσπρωξε μακριά μου.
Να το πάλι! Επέστρεψε ήρεμο, πιστό στη θέση του.
Τεντώθηκα ξανά, μα πάλι μια ριπή το απομάκρυνε. Θύμωσα.
Αποφάσισα να μην κάνω τίποτα για αυτό το προκλητικό γαλάζιο νήμα που έπαιζε μαζί μου.
Ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο και στάθηκα εκεί υπομονετικά να το κοιτάζω.
Αυτή τη φορά ένα αεράκι παρηγορητικό φύσηξε και έφερε το νήμα μέσα στο μπαλκόνι μου.
Χαμογέλασα.
Θα μας πλησιάσουν μόνα τους αυτά που επιθυμούμε.
Τότε μόνο, σαν έτοιμοι, θα τα δεχθούμε όπως τους αξίζει.
Υπομονή χρειάζεται και το βλέμμα στραμμένο επάνω τους.
Το γαλάζιο νήμα κρέμονταν από τον ουρανό εμπρός στα μάτια μου.
Άπλωσα το χέρι μου και το κράτησα σταθερά, τραβώντας το προς τα κάτω.
Εκείνη την καλοκαιρινή μεσημεριάτικη ώρα, άρχισα να ξηλώνω τη γαλάζια πλέξη του ουρανού.
Το κουβάρι στα χέρια μου όλο και μεγάλωνε.
Ως το δειλινό, ο ουρανός ήταν ξηλωμένος ως τη μέση.
Ένα πολύχρωμο λιβάδι σπαρμένο άνθη απλώθηκε μπροστά μου.
Λευκά πουλιά και λαμπερές πεταλούδες διέγραφαν αόρατες γραμμές επάνω του.
Γαλήνη.
Και μία απροσδιόριστη πληρότητα.
Να ήταν ο παράδεισός μου;
Άφησα το κουβάρι στο μπαλκόνι μου όλο το βράδυ.
Το πρωί δεν το βρήκα.
Βρήκα όμως τον γαλάζιο ουρανό ακέραιο και το νήμα δεν φαινόταν πλέον.
Κάποιος άλλος τυχερός, θα ανακάλυπτε σήμερα τον παράδεισό του.
Νίνα Ρόδη, 25.6.2021