Χωρίς Παραλήπτη
του Βαγγέλη Κούτα
Σαν να ‘ναι τώρα, θυμάμαι να χάσκω από θαυμασμό. Ήταν σαν να ‘βγαινε από καρτ-ποστάλ. Έπινα πορτοκαλάδα στο καφενείο, όταν σταμάτησε ένα αυτοκίνητο πολυτελείας και κατέβηκε εκείνος -ψηλός, μυρωδάτος, με στολή παραλλαγής ολοκαίνουργια, του κουτιού. Χιαστί στο στήθος και γύρω απ’ τη μέση αστραποβολούσαν σειρές τα χρυσά καπέλα των φυσιγγίων. Ήταν αρματωμένος σαν πολεμιστής. Κρέμασε στον ώμο την καραμπίνα και οι μαύρες μπότες με τα κίτρινα πέλματα τριζοβολούσαν στο τσιμέντο καθώς περπατούσε. Τον παρακολούθησα να θρονιάζεται σε μια καρέκλα και δεν ήξερα τι να πρωτοθαυμάσω. Σαν ψεύτικος ήταν! Σήκωσε το χέρι με τα τρία δάχτυλα ενωμένα σαν να ευλογούσε, και στο λεπτό ο συνήθως ράθυμος γιος του καφετζή, ο Ανδριανός, στάθηκε από πάνω του. Τον είδα να σταυρώνει τα πόδια και ένιωθα την επιθυμία να τον παρακαλέσω να σηκωθεί, μην τσαλακώσει τη στολή του. Τι μεγαλείο, τι πλούτος! Έκρυψα με το χέρι το πληγιασμένο γόνατο, νιώθοντας την ασημαντότητά μου.
Ήμουν δώδεκα χρόνων και μέχρι τότε δεν είχα κάνει βήμα έξω απ’ το χωριό. Βέβαια, από καιρό σε καιρό όλο και κάποιος ξένος κυνηγός ξέπεφτε στα μέρη μας, αλλά τέτοια φανταχτερή μορφή πρώτη φορά έβλεπαν τα μάτια μου.
Το χωριό ήταν χτισμένο στην άκρη ενός τεράστιου βάλτου και η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν το κυνήγι. Τα σύνεργά τους από τη χρήση ήταν φαγωμένα και παλιά, αλλά και τα πρόσωπά τους ήταν πρόωρα χαρακωμένα από το υγρό κλίμα και τις κακουχίες. Αυτό που με εντυπωσίασε ίσως πιο πολύ στον νεοφερμένο κυνηγό, εκτός από τη γενική εικόνα του, ήταν το παράστημά του. Ενώ οι χωριανοί μου είχαν γερτούς ώμους και ανάλαφρο περπάτημα, εκείνος ήταν ο πιο ψηλός άνθρωπος που είχα δει ως τότε και περπατούσε ευθυτενής με τη σιγουριά της λάμψης που σκόρπιζε. Όμως με εντυπωσίασε και η συμπεριφορά τού συνήθως αγενούς εικοσάχρονου Ανδριανού, που κόντεψε να τσακίσει τη μέση του από τους τεμενάδες ώσπου να φτάσει στο πετρογκάζ, όπου θα ετοίμαζε τον καφέ. Ο καφές σερβιρίστηκε στο χοντρό φλιτζάνι του πατέρα του κι εκείνος, καταδεκτικός, τον ευχαρίστησε, για να συνεχίσει με λίγες κοινότοπες ερωτήσεις.
Δεν μπορούσα να απαγκιστρώσω τα μάτια μου από πάνω του. Ρουφούσα κάθε λεπτομέρεια και διαπίστωνα ότι η ζωή και ο κόσμος ήταν διαφορετικός από κείνον που γνώριζα ως τότε. Οι λέξεις, ολοστρόγγυλες, έβγαιναν από το στόμα του τόσο όμορφες, όσο δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Παρακολούθησα τα άσπρα χέρια του ν’ ανάβουν ένα χρυσό αναπτήρα και όταν σε μια στιγμή γέλασε, το διπλοσάγονό του ανεβοκατέβηκε σαν ζελές. Ο Ανδριανός κύριε διευθυντή τον ανέβαζε, κύριε διευθυντή τον κατέβαζε. Κάποιος μεγάλος είναι, σκεφτόμουν και κρατιόμουν με το ζόρι να μη ρωτήσω. Ο καφές έκανε πενήντα λεπτά και ο «κύριος διευθυντής» πέταξε στο τραπέζι ένα εικοσάρικο που κουδούνισε, μαγνητίζοντας το βλέμμα μου.
Ο εικοσάχρονος φίλος μου τον κοίταξε στενοχωρημένος και του είπε:
«Λείπει ο πατέρας μου και δεν έχω να σου δώσω ρέστα, κύριε».
«Δε Θέλω, παιδί μου, ρέστα», απάντησε εκείνος χαμογελώντας με καταδεκτικότητα.
Όλο το χωριό να είχε πιει καφέδες, ένα τάλιρο, μετρητά, και άλλες δέκα δραχμές, που θα γράφονταν στο τεφτέρι με τα βερεσέδια, ήταν η μεγαλύτερη είσπραξη για το κατάστημα.
«Ένα πράγμα θέλω από σένα», είπε ο ξένος.
Ο Ανδριανός έγινε δούλος και με τα μάτια καρφωμένα στο νόμισμα, που φιγουράριζε σαν ασήμι, πήγε κοντά.
«Ό,τι θέλεις και μπορεί να γίνει, εδώ είμαστε εμείς, κύριε».
«Θέλω να πάω για κυνήγι στο βάλτο, αλλά πρώτη φορά έρχομαι από δω και θέλω να βρω έναν οδηγό. Αν υπάρχει κανένας, άλλα τόσα Θα πάρει», και κοίταξε με νόημα στο σημείο που είχε καρφωμένα τα μάτια ο νεαρός καφετζής.
Δαγκώθηκε ο Ανδριανός. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να μίσησε τον πατέρα του για τη μέρα που βρήκε να λείπει. Έστρωσε το ευτραφές μαύρο μουστάκι του και έκανε πως σκεφτόταν κοιτώντας το ταβάνι. Εγώ μέσα μου ικέτευα τον Θεό να είμαι η επιλογή του, αν και ήμουν η μοναδική λύση. Ο Ανδριανός κοίταξε με απαξίωση τους δύο υπέργηρους που έπαιζαν ξερή και καταδέχτηκε να στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος μου. Ύστερα στράφηκε προς το «διευθυντή» προβληματισμένος για μια στιγμή και τελικά με κοίταξε με πρόσωπο που φεγγοβόλησε από ανακούφιση.
«Να τος. Έλα δω, ρε…» μου είπε άγρια κι εγώ πετάχτηκα σαν να είχα ελατήρια. «Για πάμε λίγο έξω».
«Εντάξει», πρόλαβα να πω, αλλά ήδη είχα περάσει την πόρτα, σπρωγμένος με βιασύνη από τον πονηρό φίλο μου.
Με τράβηξε πιο πέρα και μου είπε ψιθυριστά:
«Θα πας εσύ, αλλά μισά μισά και τσιμουδιά, εντάξει;»
«Εντάξει, μισά», απάντησα μέσ’ από τα δόντια, τρέμοντας μη μετανιώσει.
Τέτοιο θησαυρό δεν τον είχα φανταστεί ούτε στα όνειρά μου. Άλλαξε ύφος και με έσπρωξε μαλακά προς την είσοδο, για να περάσουμε και να σταθούμε κλαρίνο μπροστά στον ξένο.
«Να, ετούτος Θα σε πάει στο βάλτο, κύριε διευθυντή».
Ο ξένος με περιεργάστηκε χωρίς να πείθεται κι εγώ τον κοίταζα κατάματα προσπαθώντας να δείχνω ότι ήμουν άξιος για οδηγός του.
«Ξέρει ο μικρός να με πάει; Πόσων χρόνων είσαι, παιδί μου;»
«Δεκατέσσερα…» είπα ψέματα και τεντώθηκα ασυναίσθητα, λες και θα ψήλωνα εκείνη τη στιγμή.
«Άμα δεν ξέρει αυτός, τότε ποιος ξέρει; Μην τον βλέπεις μικρό, όλη μέρα στους βάλτους γυρίζει», επενέβη ο πονηρός εικοσάχρονος φίλος μου και δεν έλεγε ψέματα, γιατί από τα εφτά μου έτρεχα στο βάλτο για να μαζέψω αυγά.
Στη συλλογή μου υπήρχαν αυγά κορυδαλλών, πιτσιλωτά καρακάξας και τα σπάνια των υδρόβιων που τα έβρισκα κάνοντας επικίνδυνες αναζητήσεις σε δυσπρόσιτες φωλιές μέσα στα ψαθιά δίπλα σε παγίδες του βάλτου, που ήταν γεμάτες νεροφίδες, οι μεγάλοι μου αντίπαλοι στην αναζήτηση του θησαυρού. Ήξερα τα περάσματα σαν την παλάμη του χεριού μου.
«Εγώ, κύριε, ξέρω το βάλτο καλύτερα κι από τον πατέρα μου», προσπάθησα να κάμψω το δισταγμό του.
«Πώς σε λένε, μικρέ;» με ρώτησε καθώς σηκώθηκε.
«Στέφο με λένε», του είπα Θαρραλέα, όρθιος κοντά στην πόρτα.
«Είμαι σίγουρος ότι θα είσαι ο καλύτερος οδηγός που θα μπορούσα να βρω, παιδί μου. Έτσι δεν είναι;» είπε και κοίταξε τον Ανδριανό για να διαπιστώσει για μια φορά ακόμη αν του έλεγε αλήθεια.
«Α, ετούτος είναι πιο μάστορας κι απ’ τους μαστόρους, κύριε διευθυντή. Διάολος είναι σου λέω», και μου έριξε μια χαϊδευτική καρπαζιά.
«Άντε, πάμε να δω τα κότσια σου», αποφάσισε ο κυνηγός και προχωρήσαμε φεύγοντας από το καφενείο για να διασχίσουμε το χωριό, μπροστά εγώ, δύο βήματα πίσω εκείνος, με κατεύθυνση το βάλτο.
Το ύψος του ήταν δύο μπόγια σαν το δικό μου. Οι λίγοι χωριανοί που συναντήσαμε μας παρακολουθούσαν με περιέργεια, κι εγώ περήφανα έριχνα κάνα βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον καλό κύριο για το δεκάρικο που θα κέρδιζα.
«Εντάξει πάμε, Στέφο;» ρώτησε και όχι μόνο δε μου κακοφάνηκε που με αμφισβητούσε ακόμη, αλλά ένιωσα και κολακευμένος που θυμόταν τ’ όνομά μου.
Καταδέχτηκα όμως να σηκώσω το χέρι, δείχνοντας ίσια μπροστά τον μοναδικό δρόμο, σκεπασμένο από τις δυο μεριές από ιτιές, φτελιές και αγριελιές. Είχα την εξουσία στα χέρια μου κι αυτό με εξίσωνε κατά κάποιο τρόπο με εκείνο τον σπουδαίο άνθρωπο. Τώρα που το σκέφτομαι, ο άνθρωπος πρέπει να με αμφισβητούσε, γιατί το τείχος των δέντρων και η στενότητα του δρόμου έδει-χναν να οδηγούν μάλλον σε δάσος παρά σε βάλτο με βούρλα και ψαθιά.
Όμως έπειτα από τριακόσια μέτρα το τοπίο άλλαξε και φανερώθηκε μεγαλόπρεπα το αχανές άνοιγμα του ορίζοντα, προς το Ιόνιο Πέλαγος. Κοίταξα περήφανος την ικανοποίηση στα μάτια του και απόλαυσα τη στιγμή που αναγνώρισε την αδιαμφισβήτητη αξία μου λέγοντας:
«Μπράβο, ρε Στέφο, είσαι λεβέντης».
Προχώρησα χωρίς να απαντήσω, γιατί είχαμε να διασχίσουμε ακόμα μια περιοχή ενός χιλιομέτρου γεμάτου αγκαθωτούς θάμνους κι αυτός ήταν αργοκίνητος.
Το βουρκόχωμα που ήταν φερμένο από τις πλημμύρες βούλιαζε και ήθελε ελαφροπερπάτημα. Εκείνος πατούσε βαριά για τον τόπο και ήδη είχε κοκκινίσει από το βάδισμα στον στέρεο δρόμο. Τα προγούλια που θαύμαζα πριν από λίγο γυάλιζαν από τον ιδρώτα και η αναπνοή του ακουγόταν βαριά. Κάποια στιγμή σταμάτησε και έκανα το ίδιο.
«Είναι μακριά ακόμα, ρε Στέφο;»
Ο δρόμος που για μένα ήταν καθημερινό πήγαιν’-έλα έως και πέντε φορές για κείνον πρέπει να ήταν γολγοθάς.
«Ε, δεν είναι μακριά», απάντησα με τα δικά μου δεδομένα.
Στα εκατό μέτρα μπροστά είδα την πρώτη απ’ τις δυο αγριελιές που υπήρχαν σ’ όλο το θαμνώδες τοπίο, τα σημάδια μου για να μη χάνω το δρόμο.
«Πλησιάζουμε, κύριε διευθυντή», του είπα για να του δώσω κουράγιο.
Ξεκινήσαμε πάλι και στα πενήντα μέτρα ένα γρήγορο σύννεφο από γλαρόνια ξεπήδησε από το δέντρο και κατευθύνθηκε προς το βουνό.
«Τι είν’ αυτά, ρε Στέφο;» ξαφνιάστηκε ο Αθηναίος και ξεκρέμασε το όπλο του.
«Τζιρβέλια, κύριε», είπα αδιάφορα.
«Α!» άνοιξε το στόμα και μετά από στιγμιαίο δισταγμό συνέχισε: «Έτσι τα λέτε εσείς εδώ τα παπιά;»
«Άμα τα παπιά ήταν τόσο μικρά, ποιος θα νοιαζόταν;» είπα αδιάφορα. «Ήταν μακριά και δεν τα κατάλαβα», προσπάθησε να δικαιολογηθεί. «Είναι μακριά ακόμα τα…» προχώρησε την κουβέντα, αλλά εγώ τον διέκοψα.
«Τα παπιά είναι μες στο νερό και πλέουν στα βαθιά για να βρουν ψάρια. Τι να κάνουν στη στεριά;» κρατούσα την εξουσία στα χέρια μου.
«Και πώς θα τα φτάσουμε, ρε Στέφο;»
«Θα πάμε στις καθίστρες να κρυφτούμε για να ζυγώσουν», απάντησα με ύφος καρδινάλιου.
Ο άνθρωπος με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια κι εγώ φούσκωνα από έπαρση. Όμως ο βάλτος ήδη άρχιζε στα δεξιά μας και τα πρώτα μπεκατσίνια σκίσαν τον αέρα με τσιριχτά κρωξίματα.
«Ποπό, τι πουλιά είναι αυτά, που πετούν τόσο γρήγορα, ρε Στέφο;» «Τσιριβίκες και μπεκατσίνια, κύριε».
Είχε σηκώσει μαΐστρο και τα ψαθιά σφύριζαν, ενώ ο ήλιος άρχιζε να κοκκινίζει δυο πιθαμές πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα. Είχαμε μπροστά μας καμιά ώρα ακόμα φέγγος και διακόσια μέτρα γλιστερό βούρκο για να φτάσουμε στις καθίστρες. Ο κύριος διευθυντής, που είχε περάσει μπροστά μου, κάποια στιγμή κοκάλωσε και έφερε το όπλο σε θέση μάχης. Έστρεψα το βλέμμα και είδα μια σουσουράδα φούσκα απ’ τον αέρα σαν κοτόπουλο να χορεύει στην άκρη μιας λούμπας. Τον κοίταξα να σημαδεύει και ξανακοίταξα το πουλί. Δυστυχώς δεν έκανα λάθος.
«Μην τουφεκίσεις, κύριε. Κολοσούσα είναι και Θα τρομάξουμε τα μεγάλα», προσπάθησα να τον προλάβω.
«Μη μιλάς, βλάκα…» ψιθύρισε ενώ συγχρόνως τραβούσε τη σκανδάλη για να αδειάσει δυο φυσίγγια πάνω στο δύσμοιρο πουλί.
Εκείνο έμεινε στον τόπο και ο ψηλός άντρας άρχισε να τρέχει σαν μπουνταλάς, λες και είχε σκοτώσει αγριόχηνα. Ο αέρας είχε γεμίσει φτερά, ενώ το πουλί, ξεφούσκωτο πια, είχε γίνει μια σταλιά. Εγώ ούτε με τη σφεντόνα δεν καταδεχόμουν να τα χτυπήσω, σκέφτηκα με κακία, για την προσφώνηση «βλάκα».
«Αυτός είναι βλάκας, όχι εγώ, ας μην ήταν το εικοσάρικο και θα του έλεγα εγώ…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου.
Στο βάλτο, άμα ξεγελαστείς και τρέξεις, την πάτησες. Έτσι κι εκείνος γλίστρησε. Αλλού τα πόδια, αλλού τα χέρια, γυρισμένος ανάσκελα, έκανε γλίστρα για περίπου τέσσερα μέτρα παρασύροντας το νεκρό πουλί και κατέληξαν ζευγάρι οι δυο τους, δίπλα δίπλα, μέσα στη λιμνούλα. Άρχισε να βρίζει χειρότερα κι απ’ τον πατέρα μου. Ευτυχώς που το όπλο είχε εκσφενδονιστεί στην αρχή της πτώσης του πάνω στο στεγνό. Γύρισε ανακούρκουδα και μπουσουλώντας σαν γιγάντιο μωρό γλίστραγε, ενώ κατέβαζε καντήλια. Μου έρχονταν γέλια από την αστεία τούμπα, αλλά δε γελούσα, απλώς κοιτούσα τα κατεστραμμένα ρούχα του με λύπη. Εγώ έφταιγα που δεν τον προειδοποίησα για τις παγίδες, ίσως όμως και να έφταιγε εκείνος, γιατί δεν κατάλαβε ότι μια σουσουράδα δεν άξιζε δυο τουφεκιές. Τον πλησίασα και του άπλωσα το χέρι, αλλά δεν καταδέχτηκε να πιαστεί και σηκώθηκε μόνος του. Πήρα το όπλο και το καθάρισα μπροστά στην κάννη απ’ τα χώματα. Καθάριζα το όπλο κι εκείνος έβγαζε τις λάσπες, όταν είδα τρεις τσικνιάδες να έρχονται πετώντας κόντρα στον αέρα σε απόσταση βολής.
«Να, αυτά είναι πουλιά για να τουφεκίσεις», του είπα σιγά. Μου άρπαξε το όπλο και το άδειασε στο γάμο του Καραγκιόζη. Τα υπόλοιπα φυσίγγια είχαν αχρηστευτεί απ’ το νερό. Ο αξιολύπητος κύριος διευθυντής με κοίταξε για μια στιγμή και συνέχισε να καθαρίζεται απ’ τις λάσπες.
Επιστρέφαμε με μένα μπροστά κι εκείνον ν’ ακολουθεί με μουσική υπόκρουση το πλατς πλατς από τις πλημμυρισμένες μπότες του. Όταν φτάσαμε στο χωριό, το σκοτάδι είχε βαθύνει. Ο δαιμόνιος φίλος μου, όταν μας αντίκρισε βλέποντας την κατάσταση του κυρίου διευθυντή, άρχισε να με βρίζει, θεωρώντας με εκ προοιμίου υπεύθυνο.
«Ρε μασκαρά, τι του ‘κανες του ανθρώπου; Πού τον έριξες; Έτσι σ’ τον έδωσα εγώ;»
Κλείνοντάς μου το μάτι, τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. Του έφερε πετσέτα και του έφτιαξε τσάι, ενώ μου έριχνε ματιές αγανάκτησης και περιφρόνησης. Εγώ περίμενα στη γωνιά, ανήσυχος όχι για την αποτυχία, αλλά για το εικοσάρικο που δε μου είχε δώσει. Ο βρεγμένος άνθρωπος έπινε το τσάι κι εγώ είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα ρεσιτάλ υποκριτικής από τον Ανδριανό. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του λέγοντας:
«Να με συγχωρείς, κύριε διευθυντή, αλλά πού να το φανταστώ ότι θα σε πάει για πνίξιμο, το χαμένο…» απολογήθηκε με ύφος συντετριμμένο.
Εκείνος αμίλητος έπινε το τσάι του και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δόντια του που χτυπούσαν.
«Δραχμή να μην του δώσεις!» και γύρισε προς το μέρος μου θυμωμένος: «Δεν πιστεύω να πήρες λεφτά από τον άνθρωπο, παλιογαϊδούρι». Έγνεφα αρνητικά και πρόλαβα να δω μια σπίθα απογοήτευσης στα μάτια του. Ξερόβηξε κι έμεινε για λίγο αμίλητος, τόσο όσο χρειάστηκε για να επεξεργαστεί τις επόμενες κουβέντες του. Με μαεστρία που Θα ζήλευε διπλωμάτης, κοίταξε τον ξένο και είπε:
«Ένα δεκάρικο και πολύ του είναι… Μην πω και τίποτα, που κόντεψε να σε πνίξει. Αλλά τι περιμένεις από μεθύστακα, ανεπρόκοπο πατέρα, καλό σπόρο; Φτώχεια, κύριε διευθυντή, φτώχεια κι άγιος ο Θεός. Τι να σου πω εγώ τώρα, ό,τι θες εσύ κάνε».
Ο άνθρωπος, με τον Ανδριανό να τον λιβανίζει, κατάλαβε. Έβγαλε ένα εικοσάρικο και μου έκανε νόημα. Πήγα κοντά, το πήρα και λέγοντας ευχαριστώ βγήκα από το καφενείο.
«Ευτυχώς που είναι καλός ο άνθρωπος. Εγώ κλοτσιές θα σου έδινα, όχι λεφτά».
Με ακολούθησαν τα λόγια του φίλου μου στην έξοδο. Κρυμμένος στον απέναντι κήπο, περίμενα κάπου μισή ώρα και όταν είδα τον άνθρωπο να φεύγει, μπήκα στο καφενείο. Ο Ανδριανός βλέποντάς με όρμησε χαρούμενος για να πάρει το μερίδιό του και με ρώτησε τι έγινε. Του διηγήθηκα το πάθημα του Αθηναίου κυνηγού και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Τις επόμενες πέντε μέρες έζησα σαν βασιλιάς τρώγοντας λουκούμια και πίνοντας πορτοκαλάδες. Εκείνη η ευτράπελη ιστορία είχε γίνει το καλοκαιρινό μας ανέκδοτο, γιατί εκείνο το χειμώνα μετακόμισα στην πόλη πηγαίνοντας στο γυμνάσιο.
Ο φίλος μου προσπάθησε να αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα. Ανάμεσα στ’ άλλα, έγινε αντιπρόσωπος αγροτικών προϊόντων, κτηματίας, καλλιεργητής εσπεριδοειδών, υπεύθυνος κόμματος και κληρονόμος του καφενείου. Ανήσυχος άνθρωπος, ο Ανδριανός προσπάθησε να ξεφύγει από τα καθιερωμένα στατικά επαγγέλματα του χωριού, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Στο τέλος έγινε ψαράς γαρίδων στον Αμβρακικό, αγοράζοντας ένα μικρό σκάφος. Το καφενείο του ήταν απέναντι απ’ το σπίτι μου και αυτόν συναντούσα πρώτο κατά την άφιξή μου και αποχαιρετούσα τελευταίο όταν έφευγα.
Πέρσι το καλοκαίρι, πενήντα ετών πια, καθώς έκανα την καθιερωμένη καλοκαιρινή μου επίσκεψη στο χωριό, αντάμωσα για μια φορά ακόμα τον Ανδριανό, με λιγοστά μαλλιά πια και ασπρισμένο μουστάκι, να καθαρίζει τα δίχτυα του σε μια γωνιά έξω από το καφενείο. Του φώναξα γεια, όπως έκανα πάντα, αλλά δε μου έδωσε σημασία και συνέχισε το νετάρισμα. Πήγα κοντά και του είπα:
«Ρε απατεώνα, γιατί δε με χαιρετάς;»
Έγλειψε το μουστάκι, ανασήκωσε το καπέλο και μου είπε θυμωμένος:
«Τι να σε χαιρετήσω, ρε, είμαι τίποτα εγώ;»
«Τι σου έκανα;» απόρησα.
«Βέβαια, εμείς τελειώσαμε μόνο το δημοτικό και δεν ξέρουμε να διαβάσουμε, είμαστε χωριάτες», με ξάφνιασε και ρώτησα για να βεβαιωθώ.
«Δηλαδή θέλεις κάνα βιβλίο;»
«Όχι, σκατά να φάω θέλω! Αλλά είπαμε, εμείς είμαστε αμόρφωτοι, ενώ εσύ τώρα…» του άπλωσα το χέρι δηλώνοντας μετάνοια και μου έδωσε το δικό του μετά από μικρό δισταγμό. «Αν δε μου στείλεις ένα βιβλίο, εγώ χέρι δεν ξαναπλώνω. Κατάλαβες; Και να θυμάσαι, το πρώτο σου μεροκάματο το έβγαλες από μένα», γκρίνιαξε.
Ξαναθυμήθηκα την εικόνα εκείνης της μέρας γελώντας.
«Τι να σου πω, ρε Ανδριανέ… Μια εβδομάδα έκανε να μου περάσει η τρομάρα. Σαν καρπούζι έσκασε κάτω ο κακομοίρης. Δε μου λες, τι διευθυντής ήταν;» θέλησα να λύσω την απορία μου μετά από τόσα χρόνια.
Με κοίταξε υποτιμητικά και με αποπήρε:
«Ακόμα δεν έμαθες τίποτα, κρίμα τα γράμματα… Για το εικοσάρικο, ρε. Δεν τον είδες τον άνθρωπο; Τον φύσαγε τον παρά. Δεν είδες πώς του άρεσε το “κύριε διευθυντή”; Α, ρε, και να ‘ξερα λίγα γράμματα παραπάνω. Ξέρεις πόσοι τέτοιοι έρχονται κάθε χρόνο εδώ τους χειμώνες; Παίρνουν μια καραμπίνα κι άντε πάμε να τουφεκίσουμε. Λες κι ο βάλτος είναι παίξε-γέλασε…»
Κάθισα κοντά του πάνω στην τούβλινη μάντρα γελώντας και τον παρακολουθούσα να νετάρει τα δίχτυα. Ακούμπησε τους φελλούς στα γόνατα και ανακλαδίστηκε κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, με κοίταξε και συνέχισε:
«Καλά, μωρέ, αυτοί είναι γομάρια…»
«Για ποιους λες;» προσποιήθηκα τον ανήξερο, για να συνεχίσει την γκρίνια.
«Οι φίλοι σου, οι καθηγητάδες και οι δάσκαλοι. Ουου! Εσύ, εσύ τι είσαι που έρχεσαι κάθε πέντε χρόνια, μας λες ένα γεια και χάνεσαι; Α, ξέχασα, έρχεσαι να δεις τα παιδιά, τους φίλους σου, εμάς. Τι να μας κάνεις εμάς;»
«Και τι να κάνω δηλαδή;»
«Να καμωθείς και να κάτσεις, μωρέ, να σε δούμε και να μας δεις. Τι περνάς και φσιτ χάνεσαι…»
Τα χέρια του ξανάπιασαν τους φελλούς και τράβηξε δυο-τρεις οργιές δίχτυ για να ξαναρχίσει:
«Άντε τώρα, άντε, τι κάθεσαι;» με ειρωνεύτηκε.
«Τι θες να κάνω;» γέλασα.
«Πόσες μέρες πέρασαν από τη μέρα που ήρθες;»
«Δύο, και λέω να φύγω αύριο».
«Χμ, στο αντλιοστάσιο σε βλέπω κιόλας, με το ζόρι στέκεσαι, είναι πολλές οι μέρες που έκατσες», συνέχισε την ειρωνεία.
Βαδίζοντας μετά από λίγη ώρα στο μονοπάτι, δίπλα στο βάλτο προς το μοναστήρι, παρατήρησα με λύπη το άγριο τοπίο, ολόιδιο όπως πριν από σαράντα τόσα χρόνια. Στο μυαλό μου τριγύριζαν τα λόγια του Ανδριανού: «Τι περνάς και φσιτ χάνεσαι…»
Γιατί έφευγα πάντα; Τι ήταν αυτό που με έδιωχνε; Για ποιο λόγο αργούσα τόσο να γυρίσω;
Άπειρες φορές είχα αναζητήσει το λόγο. Ο τόπος όπου γεννήθηκα μου προκαλούσε θλίψη και μοναξιά από παιδί, χωρίς να ξέρω το γιατί. Στάθηκα εκεί στην άκρη της γης να κοιτάζω τον άγριο βάλτο και τα χέρσα χωράφια πέρα, απαράλλαχτα όπως τότε. Πίσω μου βάραινε το βουνό. Όλα αυτά τα χρόνια, η μόνη αλλαγή κάθε φορά ήταν οι απόντες. Ο τόπος πάντα ίδια εικόνα. Και οι άδειες καρέκλες στο καφενείο όλο και πιο πολλές. Οι γερασμένοι συγχωριανοί μου λιγόστευαν. Επέστρεφα με τη νοσταλγία του παιδιού κι έφευγα γιατί πνιγόμουν. Ίσως να μην επέστρεφα ποτέ, αν δεν είχαν ξεμείνει οι τρεις καθηγητάδες φίλοι μου και ο αδερφός μου.
Ο Ανδριανός είχε δίκιο, δεν άντεχα να μείνω άλλο. Επέστρεφα από το μοναστήρι, μπήκα στο αυτοκίνητο και γύρισα το κλειδί. Εκείνος στην ίδια Θέση, νετάριζε το δίχτυ του και χαμογέλαγε. Άνοιξα το παράθυρο και του φώναξα:
«Θα σου στείλω το βιβλίο αύριο».
«Άντε, εδώ είσαι ακόμα; Πώς και δεν έφυγες;» σάρκασε.
Ανέπτυξα ταχύτητα χωρίς να απαντήσω και κοίταξα με λύπη στον καθρέφτη τον έρημο δρόμο να σβήνει πίσω μου. Το επόμενο βράδυ μού τηλεφώνησε ο φίλος μου ο δάσκαλος για να μάθει πώς έφτασα. Το πρωί είχα στείλει το βιβλίο.
«Να πεις στον Ανδριανό ότι του έστειλα το βιβλίο».
«Ο Ανδριανός πέθανε το ξημέρωμα πάνω στην πλώρη της βάρκας του, καθώς μάζευε τα δίχτυα», μου απάντησε λυπημένος.
«Τι είπες…» άρθρωσα.
«Ένας λιγότερος», άκουσα τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
Ο τόπος μου είχε στενέψει κι άλλο. Ένας ακόμα έφυγε. Έκλεισα χωρίς να πω λέξη. Το βιβλίο μου δε θα είχε παραλήπτη, σκέφτηκα και καληνύχτισα νοερά τον Ανδριανό.