Ας έμουν παλικάρι δώδεκα χρονών / Παραδοσιακό Πόντου
Παραδοσιακό Πόντου
Σημείωση:
Ακούγεται τμήμα του τραγουδιού από τον Γιώργο Σοφιανίδη.
Λόγω παραλλαγών δεν ακολουθείται πλήρως το παρακάτω απόσπασμα
Ας έμουν παλικάρι δώδεκα, δώδεκα χρονών.
Ας είχα και τη χάρη έξι εφτά, έξι εφτά χρονών
ας είχα την σαίτα μ’ κι αργυρόν τοξάρ’
σον ουρανόν έβγαινα τ΄άστρα τόξευα
τους ηλ’ς και τους φεγγάρους κι όλ’ς ετόξευα.
Άμον την Ήλ’ τον κάστρον, κάστρεν κι είδαμε
χίλιοι -μίλιοι πιτσάροι πολεμούν ατό
ουδέ πορούν κι ανοίγ’νε, ουδέ αφήν’ ατό.
«Ντο δί’τε με Ρωμάνες και Ρωμόπαιδα
ντο δί’τε με Ρωμάνες κι αν ανοίγ’ ατό;»
«Δίγομε δυο άσπρα κι έναν άλογον
κι έναν κατ’ φορεσίας κι αν ανοίγ’ς ατό»
Άμον: σαν όπως
Άσπρα: νομίσματα
Ατό: αυτό
Έναν κατ’ φορεσίας: μια φορεσιά
Ντο: τι
Πιτσάροι: παραφθορά του γενίτσαροι
Πορούν: μπορούν
Μεταφορά:
Ας ήμουν παλικάρι δώδεκα χρονών, ας είχα και την καλή μου έξι –εφτά χρονών κι ας είχα και τη σαΐτα μου κι ένα ασημένιο τόξο. Θα έβγαινα και θα τόξευα στον ουρανό τα άστρα, τους ήλιους και τα φεγγάρια. Σαν το κάστρο του ήλιου, κάστρο δεν είδαμε. Χίλιοι μύριοι γενίτσαροι το πολιορκούν. Ούτε να το πάρουν μπορούν ούτε και να το αφήνουν. «Τι μου δίνεται Ρωμιοί και Ρωμιές αν το ανοίξω;» «Σου δίνουμε δύο νομίσματα, ένα άλογο και μία φορεσιά».
Πρόκειται για ένα πολύ παλιό τραγούδι από τη περιοχή του Πόντου. Χορεύεται στο ρυθμό του χορού «κοτσαγγέλ». Το θέμα του προέρχεται από τον γνωστό θρύλο του κάστρου της Ωριάς που είναι εξαιρετικά διαδεδομένος στον Πόντο. Ο μύθος αναφέρει πως οι Τούρκοι που πολιορκούσαν το κάστρο ξεγέλασαν μια κόρη και τους άνοιξε. Εκείνη, όταν είδε το σφάλμα της και για να μην την πιάσουν γκρεμίστηκε από τα τείχη. Στην εκδοχή που παρατίθεται εδώ, το κάστρο αποκαλείται «του ήλιου».
Από το δίσκο: Αυθεντικά Μικρασιάτικα – Απάνθισμα από τη συλλογή της Μέλπως Μερλιέ. Διάφοροι καλλιτέχνες. Επιμέλεια: Δραγούμης Μάρκος, Φαληρέας Γρηγόρης, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αφοί Φαληρέα 1401, 1980
Πηγή: Ανθολόγιο Μουσικών Κειμένων, Α’, Β’, Γ’ Γυμνασίου
Βιβλίο Εκπαιδευτικού, ΟΕΔΒ
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος υπάρχουν φρούρια με τ’ όνομα “Κάστρο της Ωριάς” ή της “Σουριάς, Βουργιάς, Μουριάς, Οβριάς, καθώς και με τελείως διαφορετικά ονόματα όπως της “Μαρούς” στην Καππαδοκία και του “Ήλ” τον Πόντο, που έπεσαν με προδοσία, όπως αναφέρει η παράδοση, παρά την αντίσταση της βασιλοπούλας, η οποία αυτοκτόνησε, μόλις οι Τούρκοι πήραν το Κάστρο.
Το τραγούδι πρέπει να έχει δημιουργηθεί γύρω στον 9ο αιώνα, την περίοδο του Βυζαντίου. Νεότερες έρευνες αναφέρουν πως το τραγούδι ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα από την άλωση του Αμορίου το 838 μ.Χ. ύστερα από προδοσία.
Το θέμα του βασίζεται σε άλλο πρότυπο, που έχει γίνει από μυθικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία είναι κοινά τόσο στη δημοτική ποίηση όσο και στους αρχαίους μύθους.
“Του Ηλ’ το κάστρον” είναι παραλλαγή του “Κάστρου της Ωριάς”. Ο Πόντος καθώς βρισκόταν μακριά από τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, δημιούργησε το συγκεκριμένο τραγούδι που αναφέρεται στου “Ηλ’ το κάστρον” και όχι στης Ωριάς. Ωστόσο οι βασικοί στίχοι παραμένουν ακριβώς οι ίδιοι:
Όλα τα κάστρα είδα κι όλα γύρισα
κι άμον του Ηλ’ το Κάστρον, κάστρον κ’ έτονε.
Σεράντα πόρτας είχεν κι όλια σίδερα
κι εξήντα παραθύρια κι όλια χάλκενα.
Και του γιαλού η πόρτα έτον μάλαμαν.
Τούρκος το τριγυρίζει, χρόνους δώδεκα,
μηδ’ εμπορεί να παίρει, μηδ’ αφήνει ατο.
Κι ένας μικρός τουρκίτσος, ρωμιογύριστος,
ρόκαν και ροκοτζούπιν βάλ’ σα μέσα του,
αδράχτι και σποντύλι παίρ’ σα χέρια του,
μαξιλαρίτσαν βάλει κι εμπροζώσκεται
κι εγέντονε γυναίκα, βαριασμένισσα.
Το Κάστρον ‘λογυρίζει και μοιρολογά
άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα
άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώχνε με
κι η κορ’ απέσ’ ακούει και καρδοπονά.
Κι άμον ντ’ ενοίγε η πόρτα, χίλιοι έτρεξαν
κι άμον ντ’ εκαλονοίγε, μύριοι έτρεξαν.
Κι άλλοι την κόρ’ αρπάζνε κι άλλοι τα φλουριά
κι από το παραθύρ’ η κορ’ επήδησε,
σε παλληκάρ’ αγκάλιας ψυχομάχησε.
Πηγή: Διαδίκτυο