Προσοχή εύθραυστο
της Βίκυς Βάββα
Ξύπνησε βαριά. Μήπως κοιμήθηκε καθόλου; Δεν θυμάται, ίσως. Έχουν μπλεχτεί οι σκέψεις του ύπνου με τις σκέψεις του ξυπνητού και δεν θυμάται. Ανοίγει το ράδιο,
Με τσιγάρα βαριά…
Και φτερό την καρδιά…
Πάντα φεύγω… λέει…
Πάει γρήγορη τουαλέτα και φτιάχνει καφέ. Δοκιμάζει. Πικρός. Κοιτάει ένα γύρω. Αποδόμηση. Του χώρου, του χρόνου, του σκηνικού της ζωής της. Το θεατρικό έργο με τίτλο «Ζωή στην Αθήνα» κατεβάζει αυλαία.
Μέσα στο γενικότερο κλίμα της εποχής, έτσι κι αυτή, η Άννα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Απόφαση ζωής. Μετακομίζει. Τα νούμερα άλλωστε είναι ξεκάθαρα: υπάρχει ρεύμα αποκέντρωσης. Ο τύπος βρίθει ευφάνταστων τίτλων: Επιστροφή στην επαρχία. Να βρούμε από την αρχή το νόημα. Αφήνουν τη μεγαλούπολη για μια καλύτερη ζωή. Οι τριαντάρηδες γυρνάνε στο πατρικό τους.
Για κάθε φυγόκεντρο υπάρχει και μία κεντρομόλος και το ξέρει, μια δύναμη που σε τραβάει πιο κοντά στον αληθινό σου εαυτό. Για κάθε εξωτερική κρίση υπάρχει και μία εσωτερική, βαθύτερη και πολύ πιο προσωπική.
Ακολουθεί, λοιπόν, το ρεύμα και μετακομίζει. Μετακομίζει… Αλλά γιατί; Πρέπει πριν φύγει να έχει βρει μία ικανοποιητική απάντηση για όλους αυτούς που ρωτάνε τον τελευταίο καιρό «α, ναι; Πώς κι έτσι;» αλλά κυρίως για αυτούς τους λιγοστούς, που ενδιαφέρονται να μάθουν το λόγο, γιατί τους πονάει η απόφαση. Μέχρι στιγμής οι απαντήσεις που δίνει είναι απογοητευτικά προβλέψιμες και στερούνται παντελώς φαντασίας. Και ειλικρίνειας. «Δυσκολευτήκαμε με την κρίση και είπαμε να…», «Θα είναι καλύτερα για τα παιδιά…», «Μας κούρασε η Αθήνα, έχει ασχημύνει τόσο τώρα τελευταία…» και τα σχετικά. Όχι ότι όλα τα παραπάνω είναι ψέματα, όχι. Απλά υπάρχει και μια αλήθεια λιγότερη οικουμενική και περισσότερο προσωπική. Αυτήν ψάχνει. Την ψηλαφεί δειλά τώρα που βρίσκεται στην τελευταία πράξη του δράματος. Της ξεγλιστράει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Από κούτα σε κούτα και την ακολουθεί αποκαμωμένη. Μετακομίζει γιατί…
Οι κούτες στοιβαγμένες περιμένουν να γεμίσουν, να παίξουν κι αυτές το ρόλο τους. Όταν ήρθε στην Αθήνα τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο ξεκάθαρα. Ανέμελη φοιτητική ζωή, όσα στερήθηκε στη γενέτειρα βρέθηκαν στα πόδια της, άπλωσε με άνεση τα υπάρχοντα του εφηβικού της δωματίου σε 67 τ.μ. και εμπιστεύτηκε με ευλάβεια τα παιδικά της όνειρα στις δυνατότητες της μεγαλούπολης. Τώρα; Τώρα έχει μπερδευτεί. Με τις ευθύνες, με τα υπάρχοντα και πρωτίστως με τα όνειρα. Αισθάνεται ότι πρέπει να εμπεριέξει μια παράξενη αίσθηση προσγείωσης, ενώ το μόνο που νιώθει πως κατέχει είναι μια ακατανίκητη αίσθηση απογείωσης. .
Οι κούτες: 1,20 ευρώ οι χρησιμοποιημένες, 1,50 οι καινούριες. Στη Χαμοστέρνας στο δεξί χέρι. Ή στο αριστερό, ανάλογα με την οπτική. Πήρε χρησιμοποιημένες – που είναι ήδη ακριβές. Τουλάχιστον κουβαλάνε μια ιστορία. Έχουν ξαναπρωταγωνιστήσει σε ανάλογες σκηνές, έχουν ερμηνεύσει το ρόλο ανάλογα με το εκάστοτε σενάριο: μετακόμιση δραματική; Βλέπεις μια κούτα μισοβρεγμένη, στραπατσαρισμένη, που δυσκολεύεται να μαζέψει τα κομμάτια της και να εμπεριέξει τα αντικείμενα προς μεταφορά. Μετακόμιση πολυαναμενόμενη; Η κούτα γυαλίζει από καθαριότητα, συνεργάζεται απόλυτα με όλους τους υπόλοιπους ρόλους και βάζει μόνη της και την κολλητική ταινία! Αναβαθμιστική, σε καλύτερο σπίτι ή περιοχή; Εδώ έχουμε την κούτα ντίβα, που επιλέγει η ίδια ποια αντικείμενα αξίζει να μεταφερθούν και τελικά τους κάνει τη χάρη να τα φιλοξενήσει… Αυτή εδώ τι μετακόμιση είναι άραγε;
Η ώρα περνάει και ο κόμπος στο στομάχι σφίγγει. Βρε, δεν πα να κάνει 20 χρόνια θεραπεία… Τέλος, όταν αγχώνεται το στομάχι σφίγγεται και θα σφίγγεται. Ας μη λυθούν και όλα τα ψυχοσωματικά, δεν πειράζει. Μπαίνει η Ελεονώρα στο ραδιόφωνο. Τον τελευταίο καιρό την ακούει κάθε πρωί, μεταξύ 8.00 και 10.00, να λέει με ορμή:
Μετακόμιση τώρα,
μεσ’την άγρια χώρα
μια λιακάδα μ’αξίζει
παίρνω θάρρος και τώρα
μετακόμιση τώρα
………
Άκου, πρέπει σου λέω να πιστέψεις
λες να μην ξέρω τι είναι αυτή η εποχή
μα θέλει πείσμα ν’αντέξεις
να ‘ρθει μαζί σου ν’ αλλάξει εποχή
σελίδα στα παρακάτω
να πεταχτούμε απ’ τον πάτο
να πάμε στα παρακάτω.
Άγρια χώρα η πατρίδα, καλά τα λέει. Και άγρια εποχή. Για την Άννα δηλαδή, προσωπικά, άσχετα με τη Μέρκελ. Της αρέσει αυτό το τραγούδι, της φτιάχνει την ψυχολογία έστω και για λίγο, έστω και μέσα απ’ την απλοϊκότητά του… Και σε ποιον δεν αξίζει μια λιακάδα ρε γαμώτο; Το θέμα είναι πώς πετάγεται κανείς απ’ τον πάτο …
Πού είχαμε μείνει; Στις κούτες. Τις χρησιμοποιημένες, τις πολύπαθες. Και στα γιατί. Τα ουσιαστικά, τα αμείλικτα. Συνεχίζει με τα βιβλία που τα είχε ξεκινήσει από χτες, της ποίησης συγκεκριμένα. Φαντασιώνεται να πακετάρει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος σε μια κούτα που έχει παλαιότερα κουβαλήσει κουζινικά και τεντζερέδια κάποιου που δεν άντεξε κι έφυγε. Τα κουζινικά του θα συναντηθούν με την κουζίνα της, θα μεταμορφωθούν στο βυθό της. Ανοίγει τυχαία σε μια σελίδα.
«Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών, τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες, φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα»
Και την Άννα σαν ν’ άρχισε να την πνίγει ετούτο το σπίτι. Ετούτη η φάση δηλαδή. Την πνίξανε τα γεγονότα τα απανωτά, οι χρόνοι οι ακατάπαυστοι, οι πόνοι κι οι χαρές σε μια ψυχή να μαλώνουν για το χώρο τους. Κι από πάνω η κρίση. Η εθνική.
Στην ίδια κούτα με τη Σονάτα βάζει το Μονόγραμμα. Μαζί τα γνώρισε, τότε που βούτηξε στην επώδυνη ηδονή του έρωτα και της μοναξιάς για πρώτη φορά. Στην εποχή της απολυτότητας, της παντοδυναμίας, της αθωότητας.
Φαντασιώνεται ξανά, της αρέσει αυτό το παιχνίδι, την προστατεύει απ’ τα ερωτήματα και κυρίως από τις απαντήσεις. Η ξαναχρησιμοποιημένη κούτα της δικής της ποίησης, είχε παλιότερα μεταφέρει τη φλογερή – και γιατί όχι, ποιητική – αλληλογραφία ενός ζευγαριού, ενός έρωτα που ξεκίνησε ως κεραυνοβόλος, ως αδοκίμαστος και απ’ αλλού φερμένος και κατέληξε σε ένα πολυδοκιμασμένο συναινετικό διαζύγιο με λογική διατροφή και κοινή επιμέλεια των παιδιών…
Κλείνει την κούτα… Συνειδητοποιεί απρόθυμα ότι πρέπει να προχωρήσει με βάση τον πραγματικό χρόνο. Καλά μέχρι εδώ, σκέφτεται, τα βιβλία μπαίνουν σε μια κούτα, τα παίρνεις, τα ξεπακετάρεις εκεί που πας και τα ψηλαφείς απ’ την αρχή, ξανασυστήνεστε. Με αυτά που δεν μπαίνουν σε κούτα, τι γίνεται; Τα χρόνια, οι άνθρωποι, οι μνήμες, τα λόγια, τα βλέμματα, τα χάδια, τα κοντά και τα μακριά, τα γέλια και τα κλάματα, όσα έγιναν, όσα έγινε αυτή η ίδια… Κι όσα δεν έγινε. Τα 470 χιλιόμετρα φαντάζουν τρομερή απόσταση από αυτό που δεν έγινε. Μήπως από αυτό ακριβώς τρέχει να γλιτώσει;
Συνεχίζει με τις φωτογραφίες. Φωτογραφίες στα άλμπουμ: Κοντό μαλλί, μακρύ, μαύρο, κόκκινο, ανταύγειες. 54 κιλά, 59, μετά πάλι 54, 60, τώρα άστο καλύτερα. Σκέφτεται τη ζυγαριά να μην την πακετάρει καν… Νάζι, πρόκληση, θηλυκότητα, συντροφικότητα, μητρότητα. Αλλάζει το βλέμμα με όλα αυτά, όχι αστεία. Και με τα υπόλοιπα.
Φωτογραφίες στους τοίχους: Αποκαθήλωση. Δεξιά, οι ζωντανοί. Οι τέσσερίς τους, η Άννα, ο Πέτρος, τα παιδιά. Αριστερά, οι συγχωρεμένοι. Αυτοί που πέθαναν – αυτό είναι πιο αντικειμενικό και σίγουρο από τη συγχώρεση. Ένας δύο τρεις τέσσερις. Ζωντανοί και πεθαμένοι αφήνουν το ίδιο αποτύπωμα στον τοίχο με το κάδρο τους. 4 – 4. «Ισοπαλία;», αναρωτιέται. Το σπίτι θέλει βάψιμο για να μπει ο επόμενος και να εγγράψει τη δική του ιστορία.
Τα χρόνια, οι άνθρωποι, οι μνήμες, τα λόγια, τα βλέμματα, τα χάδια, τα κοντά και τα μακριά, τα γέλια και τα κλάματα, όσα έγιναν… Τα χρόνια είναι 16 και της φαίνονται σαν 3 και 36 ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι υπήρξαν πολλοί και τελικά της βγαίνουν λίγοι, που λέει και το τραγούδι. Νιώθει ότι είναι αυτή που είναι ακριβώς επειδή είχε την τύχη να ζήσει με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Κουβαλάει μια κίνηση, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια συνήθεια, μια γνώση, μια συμπεριφορά, μια πεποίθηση και ένα τραγούδι από τον καθένα. Οι μνήμες την τραβούν γλυκά σε νοσταλγικές περιπλανήσεις, την πονάνε, άλλοτε την ωθούν κι άλλοτε την καθηλώνουν. Τα χάδια έχουν κάνει το δέρμα της πιο απαλό με τα χρόνια, άρα είναι εκεί. Τα γέλια τα θυμάται σαν σκηνή από ταινία. Ανακαλεί τις συσπάσεις των μυών του προσώπου και τον ευχάριστο πόνο στα μάγουλα, αλλά η ταινία είναι βωβή. Τα δάκρυα έχουν νοτίσει το μπλουζάκι που φοράει. Πάνω του είναι τυπωμένο με κεφαλαία τονισμένα γράμματα «ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ». Μιλάει για τον ψυχισμό της.
Στον τοίχο των φωτογραφιών, μόνα τα καρφιά, κι έπειτα οι τρύπες τους. Σαν τα σημάδια που αφήνει η απουσία στην ψυχή, μικρές οπές για να ψυχορραγούμε αθόρυβα. Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπάρχουν. Έτσι έγραψε ο Ρίτσος. Ενίοτε πιότερο κι απ’ τους ζωντανούς… Υπάρχει κάτι πιο πραγματικό – και αμετάκλητο – από το θάνατο;
Η μουσική από το ραδιόφωνο συντροφεύει τις μεταπτώσεις του θυμικού της – αυτό δεν αλλάζει παρά τα 16 χρόνια που περάσανε νεράκι. Ακούει τη φωνή ενός Νίκου – φευγάτος κι αυτός – να τραγουδάει …
Ρίχνω στη νύχτα μια σπρωξιά
παίρνει φωτιά και ξημερώνει
στη τελευταία ρουφηξιά
παίρνω όρκο να τελειώσει πια
ό,τι τελειώνει.
Μπαίνω στο τρένο την αυγή
για να με βρει σε άλλο μέρος
η μέρα ετούτη που θα μπει
να με γλιτώσει από κει
που ήμουνα ξένος.
Φεύγω, φεύγω, κάθε μέρα φεύγω
μέτρο μέτρο, όλο πιο μακριά
φεύγω, φεύγω, τόσα χρόνια φεύγω,
στη καρδιά μου όλο πιο κοντά.
Κλείνει την κόκκινη βαλίτσα με τα μαύρα ρούχα. Σέβεται το τέλος. Διψάει για μια αρχή.
Γι’ αυτό.