Εννέα λόγοι
Των κατ’ Αρίστανδρον και Καλλιθέαν
Κωνσταντίνος Μανασσής, Των κατ’ Αρίστανδρον και Καλλιθέαν εννέα λόγοι, O. Mazal (έκδ.), Der Roman des Konstantinos Manasses,Wiener Byzantinistische Studien 4, Βιένη 1967, σ. 205-206, απόσπασμα 165, στίχ. 1-13.
Έτσι δεν υπάρχει τίποτε που ο τύραννος Έρωτας
δεν έχει το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει,
ούτε η φωτιά, ούτε το νερό, ούτε το χιόνι,
ούτε η στερεότητα του κρυστάλλου,
ούτε το δηλητήριο, ούτε η μάχαιρα,
ούτε οι σκυθικοί χειμώνες,
ούτε το πέλαγος μες το βαρύ χειμώνα,
ούτε η νύκτα, ούτε τ’ αγρίμι, ούτε η ανοικτή θάλασσα.
Και όταν γίνει κανείς σκλάβος στα χέρια του Έρωτα,
τίποτε δε φοβάται, ούτε τη θάλασσα, ούτε την άβυσσο,
ούτε την κόψη της εχθρικής λόγχης,
ούτε το πλήθος των αντιπάλων.
Τα αγρίμια βλέπει σαν αρνιά, τις αβύσσους σα βάση στερεά,
σα δροσιά έχει τη φωτιά κι όχι σα φωτιά,
ούτε τα ξίφη σαν ξίφη,
και ρίχνεται ολόκληρος ενάντια σε πλήθος δίστομων σπαθιών,
και πέφτει με θάρρος σε ανοικτούς και απόκρημνους τάφρους,
αν έχει την ελπίδα ν’ αντικρίσει μόνο αυτό που ποθεί,
αν δει με τη φαντασία του αυτό που αγαπά,
αν μόνο το φέρει στο νου του.
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
–
Η λόγια βυζαντινή ποίηση
Ο μελετητής της ποιητικής παράδοσης των Βυζαντινών που θα επιχειρήσει να διαιρέσει τη βυζαντινή ποίηση σε λογοτεχνικά είδη, απολύτως συγκεκριμένα και αυστηρά διακεκριμένα, συναντά πολλές δυσκολίες, αφού ο συγκρητισμός των λογοτεχνικών ειδών, που έχει αρχίσει ήδη κατά την Ελληνιστική εποχή, συνεχίζεται και στο Βυζάντιο.
Γι’ αυτό μια διαίρεση που διακρίνει τη βυζαντινή ποίηση -κατά αντιστοιχία προς την αρχαία- σε επική, λυρική και δραματική ποίηση μόνο συμβατικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Με τον όρο “λόγια βυζαντινή ποίηση” εννοούμε μια πολύ γενική κατηγορία που περιλαμβάνει χιλιάδες ποιήματα επώνυμων και ανώνυμων λόγιων βυζαντινών συγγραφέων, που δεν είναι γραμμένα σε δημώδη γλώσσα (δημώδης βυζαντινή ποίηση) και δεν εξυπηρετούν εκκλησιαστικούς λειτουργικούς σκοπούς (εκκλησιαστική υμνογραφία). Γενικά χαρακτηριστικά της ποίησης αυτής είναι η λόγια γλώσσα,η χρήση προσωδιακών μέτρων της Αρχαιότητας αλλά και τονικών μέτρων.
Ως προς το περιεχόμενο, περιλαμβάνει ποιήματα με θέματα κοσμικά (θύραθεν ποίηση) αλλά και θρησκευτικά (θρησκευτική ποίηση).
Λόγω της συγγένειάς της με την αρχαία, η λόγια βυζαντινή ποίηση προσέλκυσε νωρίς το ενδιαφέρον των μελετητών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Σε σύγκριση όμως με τα πρότυπά της, θεωρήθηκε από πολλούς υποδεέστερη και ανάξια λόγου. Μεταγενέστερες μελέτες, ωστόσο, έδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει για όλα τα ποιητικά δημιουργήματα του Βυζαντίου. Ανάμεσά τους υπάρχουν έργα με υψηλή αισθητική και λογοτεχνική αξία και με εντυπωσιακή πρωτοτυπία στην επεξεργασία του παραδοσιακού υλικού.
Οι βυζαντινοί λόγιοι χρησιμοποίησαν την ποίηση, για να ικανοποιήσουν πολλούς και διαφορετικούς σκοπούς. Με κριτήριο μόνο το περιεχόμενο και τονίζοντας τη συμβατικότητα της διάκρισης, γράφοντας τους όρους σε εισαγωγικά, ο H. Hunger κατατάσσει:στην «επική» ποίηση ποιήματα με μυθολογικό περιεχόμενο, ποιήματα ιστορικού και εγκωμιαστικού χαρακτήρα, διδακτικά ποιήματα, τα έμμετρα μυθιστορήματα και τις έμμετρες εκφράσεις.
Στη «δραματική» ποίηση εντάσσει έργα σε διαλογική μορφή και στη «λυρική» ποίηση τους επιταφίους και τις μονωδίες, τα αυτοβιογραφικά και «επαιτικά» ποιήματα, τα έμμετρα αλφάβητα ηθικοδιδακτικού και κατανυκτικού χαρακτήρα και τα επιγράμματα.
Στη λόγια ποιητική παραγωγή ανήκουν επίσης οι κέντρωνες και διάφορα στιχουργικά παίγνια, γνωστά ως τεχνοπαίγνια.
http://www.ime.gr/projects/cooperations/byzantine_literature/gr/400/400.html
–
Έμμετρα Μυθιστορήματα
Από τα συνολικά ένδεκα βυζαντινά μυθιστορήματα που σώζονται, τέσσερα είναι γραμμένα σε λόγια γλώσσα. Και τα τέσσερα γράφτηκαν το 12ο αιώνα κατά το πρότυπο του ελληνιστικού ερωτικού μυθιστορήματος. Αναφέρονται στις περιπέτειες ενός ερωτικού ζεύγους, στους κινδύνους και τα ταξίδια του ως την τελική επανασύνδεσή του.
Τρία από τα τέσσερα αυτά μυθιστορήματα είναι έμμετρα.
Οι ποιητές τους είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος, που διηγείται τις περιπέτειες της Ροδάνθης και του Δοσικλή, ο Νικήτας Ευγενειανός που γράφει για τη Δρόσιλλα και το Χαρικλέα και ο Κωνσταντίνος Μανασσής, που το 1160 συνέθεσε το μυθιστόρημα με τις περιπέτειες του ζεύγους Αρίστανδρου και Καλλιθέας, το οποίο παραδίδεται μόνο αποσπασματικά. Ο Ευστάθιος ή Ευμάθιος Μακρεμβολίτης συνέθεσε το δικό του έργο Τα καθ’ Υσμίνην και Υσμινίαν σε πεζό λόγο.
Η εμφάνιση των ερωτικών μυθιστορημάτων το 12ο αιώνα δεν έγινε ξαφνικά. Οι Βυζαντινοί ασχολούνταν με ζωηρό ενδιαφέρον με τα ελληνιστικά μυθιστορήματα και ειδικότερα του Αχιλλέα Τάτιου και του Ηλιοδώρου. Έγραφαν ερμηνείες, χρησιμοποιούσαν περικοπές ή έκαναν άμεσες αναφορές σ’ αυτά. Παράλληλα έκαναν κι εκείνοι με τη σειρά τους εκτεταμένη χρήση μυθιστορηματικών στοιχείων σε άλλα είδη της βυζαντινής γραμματείας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσφέρουν τα απόκρυφα κείμενα και η αγιολογική μυθιστορία.
Τα βυζαντινά μυθιστορήματα δεν αποτελούν απλή μίμηση των ελληνιστικών προτύπων τους. Οι ποιητές τους αποτυπώνουν στοιχεία από το βυζαντινό τρόπο ζωής και ιδιαίτερα την εθιμοτυπία, όπως την προσκύνηση του αυτοκράτορα, την αναφορά στους ευνούχους, την τήρηση της ιεραρχίας.