Λευκάδια Περσεφόνη
του Κωνσταντίνου Μπούρα
Λευκή μαυροντυμένη Περσεφόνη
τα πέπλα σου πού λέκιασες;
Στα μαύρα της Στυγός νερά
Τα έπλυνα
Με λουλακί από τα
Γαλαζοπράσινα της Λευκάδας
Παράλια.
Στα πυρωμένα της Στυγός
Νερά βούτηξα
Όταν πάτησα τους όρκους
Που είχα δώσει στους αθανάτους
Εκεί, στο φρικτό κατώφλι
Της εφηβείας.
Κραταιά η κόμη μου
Ανατρίχιασε
Στο άγγιγμα της
Ηφαιστειακής λάβας,
Με τα νησιά να λιώνουν
Σε χρυσαφένια κοράλλια
Και πορφυρά μαργαριτάρια.
Στου ήλιου τις ακρογιαλιές
Λευκάνθηκα
Από το έρεβος του Άδη.
Της θλίψης την ψώρα
Ξέπλυνα
Στις λουλακιές
Παραλίες της Λευκάδας.
Το φόβο του θανάτου
Ξόρκισα
Με τα σπάρτα
Και τα μαβιά
Χαμολούλουδα
Του Μάη.
Το μίσος ορέχτηκα
Των αχινών
Όταν τους ψαρεύουν,
Την απελπισία των μυδιών
Όταν ανοίγουν τη
Λευκότητα της σάρκας τους
Στον δαυλό του φωτός
Αξημέρωτα.
Η Δήμητρα,
Τρελλή γριά
Σηκώνει τα χέρια της
Χιαστί στον ουρανό.
Καταριέται τους αθανάτους
Καταριέται τη γη
Να μην καρπίσει,
Να μην ζευγαρώσουν
Τα ζωντανά,
Να μην ανθίσει
Η κοιλιά της παρθένας.
Κράτα το θρήνου σου
Μάννα,
Σίγασε την οργή σου.
Είναι ψυχές που κλαίνε,
Βιάζονται να ενσαρκωθούν,
Να πορφυρώσουν το Σύμπαν
Με τον αναστεναγμό
Των σωθικών τους,
Να ξυπνήσουν
Τα ηφαίστεια,
Να εγείρουν τον πόθο
Σε κορμιά άγουρων
Ανδρών
Που δεν ξέρουν τον
Αχέροντα,
Μήτε τον φριχτό
Περατάρη
Που τους περιμένει.
Λευκάδα, 10/4/2010
Από τη ποιητική συλλογή «Στυλίτης»