Το σπήλαιο και το δέντρο
της Μυρτώς Αζίνα Χρονίδη
EUROPEAN UNION PRIZE FOR LITERATURE 2010
Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο “Το Πείραμα”
– C’est une Folie!
(Είναι μια τρέλα)… και γέλασε.
– Ma Folie!
(Η δική μου τρέλα),
εσύ, της απάντησε.
Αnne Delbée, “Une femme”
…and all this is folly to the world
(…κι όλα αυτά είναι τρέλα για
τον κόσμο).
Ezra Pound, “A girl”
Εδώ και τρεις νύχτες, δεν περνούσε το κατώφλι του δωματίου. Την κοίταζε από μακριά, που είχε απλωμένα τα χαρτιά της, στοιβαγμένα τα βιβλία και τα μολύβια πάνω στο κρεβάτι τους και το παράθυρο ανοιχτό στο καταχείμωνο, να βλέπει, λέει, το φεγγάρι.
Αν δεν ήξερε αυτές τις καταστάσεις από παλιά, θα νόμιζε πως είχε μπει στην κλιμακτήριο κι άρχισαν οι εξάψεις. Αναγνώριζε όμως τη φωτιά στα μάτια της, το βλέμμα της τρελής, όπως έλεγε η ίδια, κι ήξερε και το χέρι της καλά, που πηγαινοερχόταν νευρικά πάνω στο χαρτί, σαν το βελόνι ραπτομηχανής, που ράβει ακατάπαυστα κάποιο στρίφωμα φούστας.
Εκείνη, πάλι, δεν τον προσκαλούσε, ούτε προκαλούσε το άγγιγμά του. Ένιωθε μια φωτιά να καίει στο σώμα της που δεν προερχόταν από τον ίδιο.
Οι χυμοί κυκλοφορούσαν αδιάκοπα. Η μαύρη χολή, το αίμα, ο αέρας, η βλέννα, όπως τα κατέγραψε πριν χρόνια ο Paracelcus, ξεκινώντας από τον Ιπποκράτη. Ήταν δηλητηριασμένη με τις λέξεις.
Κι έπειτα ήταν και κάτι άλλο. Κάτι που δεν ήθελε ακόμα να του ομολογήσει. Κάτω από το κρεβάτι τους, ήταν εδώ και μέρες μια καταπακτή, που δημιουργήθηκε από το τίποτα.
Ήταν δυο ή τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα και ξάπλωναν μαζί στο στρώμα, όταν ακούστηκαν παράξενες κραυγές να σχίζουν τον αέρα.
Εκείνη σηκώθηκε απότομα και κοίταξε μέσ’ απ’ το τζάμι και είπε:
«Ω κοίτα! Μα κοίταξε σου λέω, κάτι λευκά πουλιά πετούνε στο φεγγάρι».
Κι εκείνος μισοσήκωσε τον κορμό του, τεντώθηκε κι είδε τα πουλιά και της εξήγησε:
«Είναι οι χήνες του χιονιού. Μα τι παράξενο! Πώς βρέθηκαν στα μέρη μας; Θα χιονίσει σίγουρα πολύ ετούτο το χειμώνα».
«Θα ’θελα να ’μουνα πουλί», του είπε. «Να πετώ πάνω απ’ τα σπίτια και να προσπαθώ να φτάσω στα πιο ψηλά βουνά. Να παίζω με τα ξάρτια των καραβιών και να κουρνιάζω στους ψηλούς πύργους των κάστρων. Κι όταν σε πεθυμώ, να ’ρχομαι πάλι, γυναίκα, στην αγκαλιά σου».
«Tree you are, moss you are…» (Είσαι δέντρο, είσαι βρύο…), της απήγγειλε ένα στίχο από τον Ezra Pound.
«Δεν θα μπορούσα να ’μαι δέντρο», του είπε. «Τα δέντρα δεν μπορούν να πετάξουν. Κι εγώ πετώ, πετώ, κοίταξέ με πώς πετώ!» είπε κι έκαμε μια πιρουέτα σέρνοντας μαζί της και το σεντόνι, που την τύλιξε σαν να ’ταν κάποιο άγαλμα ήρωα που περιμένει τ’ αποκαλυπτήρια.
«Κι όμως, είσαι δέντρο», της είπε. «Ένα δέντρο που θέλει να πετάξει, αλλά οι ρίζες του στο χώμα είναι το ίδιο στιβαρές με τα κλαδιά του. Δεν θα πετάξεις ποτέ ολότελα. Θα μεγαλώνεις τα κλαδιά σου να φτάσουν το φεγγάρι, θα τεντώνεσαι, μα οι ρίζες σου όλο και θα σε δένουν με το χώμα. Θα ζουν υπόγεια, ανεξάρτητα από σένα τη δική τους ζωή και θα κρατούν και το σώμα του δέντρου σου στερεό, να μεγαλώνει χωρίς τον κίνδυνο του αγέρα».
«Εγώ θα πετάξω! Πιστεύω στα θαύματα», του είπε με νόημα. «Άσε και θα δεις!»
«Μ’ αρέσουν οι εκπλήξεις», της απάντησε παιχνιδιάρικα.
Οι χήνες του χιονιού έφεραν μαζί τους επισκέψεις: Μια μακρινή θεία· την είδε εκείνη και την κάλεσε για φαγητό, ν’ αναθερμάνουν τις σχέσεις τους.
«Θέλεις να σου διαβάσω ποίηση καθώς πίνεις το τσάι σου;» τη ρώτησε.
Κι άρχισε να διαβάζει. Όταν σχεδόν είχε τελειώσει, γύρισε και κοίταξε τα γουρλωμένα μάτια της θείας, τάχα, «Τι ποιήματα είναι αυτά, παιδί μου», και πριν προλάβει να κάμει η ίδια κάποιο σχόλιο, η θεία άφησε μια λέξη να πέσει στην ποδιά της.
Κι ήταν η λέξη που έψαχνε για χρόνια. Η λέξη-αξίνα, γιατί μ’ αυτή άρχισε να σκάβει το λαγούμι κάτω από το κρεβάτι τους. Τακ τακ, ντουκ ντουκ, έσκαβε τα βράδια ενώ αυτός κοιμόταν. Μια-δυο φορές τον ξύπνησε, τον αναστάτωσε. Ύστερα σκέφτηκε να βάλει στο κρασί του υπνωτικό ή κάποιο βότανο, μέχρι να τελειώσει το σκάψιμο. Έτσι έκαμε. Το λαγούμι προχωρούσε. Η λέξη – αξίνα ανακατώθηκε τόσο με τα χώματα, που χάθηκε λασπωμένη στον πυθμένα του πηγαδιού.
Ξάφνου έφτασε. Έφτασε στο σπήλαιο, στα Πετράλωνα, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη. Μια υγρή, θερμή ατμόσφαιρα την τύλιξε από παντού.
«Έξω είναι πλην έξι βαθμοί, μέσα ζεστασιά», είπε ο ξεναγός. «Γι’ αυτό το διάλεξε ο πρωτόγονος άνθρωπος, για να προστατεύεται από το κρύο».
Εκείνη έδιωξε γρήγορα γρήγορα τον ξεναγό κι έμεινε μόνη. Στα πόδια της, παντού απλωμένη μια λίμνη, σαν ένας διάφανος καθρέφτης. Από ψηλά, τεράστιοι σταλαχτίτες σαν πολυέλαιοι κι από δίπλα σταλαγμίτες σαν κολόνες. Μικρά γεφύρια ένωναν τις αίθουσες, η σπηλιά ήταν χωρισμένη σε διάφορα διαμερίσματα με αλάτινα κιγκλιδώματα.
Της φάνηκε πως άκουγε από παντού μια μελωδία: «Τρεις μέρες χώρισα από σένα…». Ίσως ερχόταν από το ραδιόφωνο του ξεναγού. Μέσα απ’ το νερό, έλαμπαν κέρματα, ευχές από τους περαστικούς να ξαναγυρίσουν κάποτε σ’ εκείνη τη σπηλιά.
Κι ύστερα κάθισε σ’ ένα κούφωμα που έμοιαζε με κάθισμα κι ένιωσε πως αποκοιμιόταν και πως το σώμα του, το αγκάλιασμά του, πρωτόγονα όσο ποτέ, εισχώρησαν μέσα της απότομα. Τόσο απότομα που θέλησε για μια στιγμή να κλάψει. Όχι από πόνο. Από ξάφνιασμα, γιατί περίμενε από χρόνια αυτό το βίαιο σμίξιμο, και να που ήρθε τώρα με μια λέξη μόνο από το πουθενά.
«Περίμενε», του είπε. «Μη συνεχίζεις έτσι. Μου λείπουν οι λέξεις σου, ο λόγος σου. Πέρασαν αιώνες από τότε που κατοικούσαμε σε τούτη τη σπηλιά».
«The tree has entered my hands,
Τhe sap has ascended my arms», της ψιθύρισε.
(Το δέντρο έχει μπηχτεί στα χέρια μου,
Ο χυμός έχει ανεβεί στα μπράτσα μου).
Ύστερα εκείνη σηκώθηκε αργά και καθρεφτίστηκε στη λίμνη κι η εικόνα της αλλοιωνόταν ολοένα…
–
«Τελικά, είμαι δέντρο», του ομολόγησε καθώς τον έβλεπε να στέκεται στο κατώφλι του υπνοδωματίου. «Είμαι χιονισμένη το χειμώνα κι ανθισμένη την άνοιξη. Ρίχνω τα φύλλα μου το φθινόπωρο και πρασινίζω το καλοκαίρι. Ανεβάζω κλαδιά στο φεγγάρι για να πετάξω κι ελπίζω πάντα πως οι ρίζες μου είναι μέσα σου.
»Ρουφούν αίμα από την καρδιά σου. Οι χυμοί μου φαρμακώνουν τον εγκέφαλό σου.
Τα τριχοειδή μου στήνουν ενέδρες στη λογική σου. Θα ’θελα να ’μουν ένα σαρκοβόρο δέντρο. Να σε τρώω λίγο λίγο ολόκληρο και να σε κυοφορώ γεννώντας σε, όλες τις εποχές στα κλαδιά – τα χέρια μου. Θα ’ναι η μόνη μου παρηγοριά, αφού ποτέ δεν θα μπορέσω να πετάξω όπως θέλω.
»Έλα μέσα λοιπόν κι άσε με να σε ξαφνιάσω με τις τρέλες μου. Πέρνα γρήγορα γρήγορα το κατώφλι και μοιράσου τη χαρά μου!»
«Μα τι ’ναι όλα αυτά», είπε ο άντρας έκθαμβος, μπαίνοντας απ’ το λαγούμι στη σπηλιά. Παράλληλα ανοιγόκλεισε τα μάτια του, βλέποντας πως, αντί για κέρμα, κάποιος είχε ρίξει μες στη λίμνη το φεγγάρι.
Η γυναίκα γέλασε. Τα ήξερε όλα. Τα είχε ονειρευτεί τόσες φορές. Τα είχε σκηνοθετήσει άλλες τόσες.
«Κυρία, κυρία», τους διέκοψε ο ξεναγός. «Ελάτε να δείτε το σκελετό του πρωτόγονου ανθρώπου! Πέθανε στα τριάντα του, σε βαθιά γεράματα, κουλουριασμένος σ’ αυτό το κούφωμα».
Η γυναίκα έσπρωξε πάλι στο πλάι τον ξεναγό και σκέφτηκε:
«Αφού σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ, τι έχει να γυρέψει εδώ ο θάνατος;»
Φλεβάρης 2002