Home Artenistas Artenistas 30.3.2015

Artenistas 30.3.2015

by admin
293 views

Βροχή πάνω στην Πέτρα 
της Νατάσας Γκουτζικίδου

Απόσπασμα από το νέο της μυθιστόρημα: «Βροχή πάνω στην Πέτρα»

[Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]

Κρήτη, 1928. Η Χρυσάνθη καμαρώνει τα τρία αγόρια της, που ανδρώνονται βλέποντας τα κύματα του Λιβυκού πελάγους, σε μια γη που στάζει θρύλους και παραδόσεις.
Ο Μίνωας κάνει όνειρα για τα δώρα που θα χαρίσει στην παιδική του φίλη, τη Μάγια, ενώ την ίδια στιγμή ο Τηλέμαχος και ο Γιώργης σχεδιάζουν την επόμενη σκανδαλιά τους, πάντα υπό το βλέμμα του αυστηρού πατέρα τους και του γενάρχη παππού τους.
Καθώς ο χρόνος τρέχει ανελέητα, μια δυνατή φιλία -ή μήπως ένας παράφορος έρωτας- χτίζεται πάνω στα βράχια μιας σπηλιάς και μια βεντέτα από τα παλιά, ντυμένη με όρκους σιωπής, απειλεί ζωές και σημαδεύει ό,τι με κόπο δημιουργήθηκε.
Στο ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γράφεται μια από τις πιο δυνατές ιστορίες ηρωισμού και τα παλιά μυστικά έρχονται στην επιφάνεια για να παρασύρουν με την ορμή τους όποιον βρεθεί μπροστά τους.
Μια τυπική κρητική οικογένεια όπου βασιλεύει ο νόμος του πατέρα, όπου η μάνα γίνεται ασπίδα για τα παιδιά της, και τρία αγόρια μεγαλωμένα τόσο ίδια, μα στην πραγματικότητα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.
Τι θα συμβεί όταν τα μυστικά αποκαλυφθούν; Αντέχει ο έρωτας την απόσταση, τον χρόνο και τον πόνο που γεννά η αλήθεια; Μπορεί ένα θανάσιμο παρελθόν να συμφιλιωθεί με το παρόν και να γεννήσει ένα ελπιδοφόρο μέλλον;
Από την Κρήτη στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και από εκεί στην Κρήτη της μάχης και του ηρωισμού, μέχρι το μεταπολεμικό Λονδίνο, οι ήρωες διηγούνται την ιστορία τους καθώς η βροχή πάνω στην πέτρα γράφει τη δική της…

Πήρε ξανά τον δρόμο για τη σπηλιά αφήνοντας πίσω της χνάρια στην άμμο. Η νύχτα ολοένα και βάθαινε, ενώ το κύμα από το πέλαγος γινόταν ολοένα και πιο ορμητικό. Η Μάγια μπήκε στο νερό που έφτανε τώρα μέχρι τα γόνατά της και το ένιωσε να παρασύρει άτακτα το φόρεμά της το οποίο όσο κι αν προσπαθούσε να ορίσει, δεν τα κατάφερνε. Κοίταξε τον βυθό, μαύρος, σχεδόν τρομαχτικός. Αν δεν γνώριζε καλά τα νερά, ούτε που θα σκεφτόταν να επιστρέψει, μα τώρα, ήξερε πως βάδιζε σε γνώριμο τόπο. Ένα κύμα τη χτύπησε ελαφριά και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Συγκρατήθηκε από έναν κοφτερό βράχο που έγινε η αιτία να κόψει το χέρι της. Μούγκρισε με πείσμα, αλλά συνέχισε. Παραπάτησε και γλίστρησε στο νερό, ενώ ένα κύμα την καπέλωσε. Τα μάτια της έτσουξαν από το αλάτι και τα έκλεισε ενστικτωδώς. Έπειτα, ήρθε ένα ακόμα κύμα, πιο δυνατό από το προηγούμενο. Προσπάθησε να κρατηθεί όρθια, αλλά δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα είχε αγριέψει. Έπρεπε να το περιμένει, δεν ήταν η πρώτη φορά που άλλαζαν τα ρεύματα μέσα σε λίγα λεπτά. Είδε τα βράχια να ορθώνονται μπροστά της και κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη βραδινή θάλασσα. Έβγαλε μια κραυγή, καθώς το σώμα της χτυπούσε πάνω τους και έκλεισε τα μάτια.
Ήξερε πως δεν έπρεπε να αψηφά τη θάλασσα και τη δύναμή της. Ανά πάσα ώρα, μπορούσε να της δείξει το κακό της πρόσωπο και την καταπιεί χωρίς κανέναν δισταγμό. Έσφιξε τα χείλη της και με όση δύναμη της είχε απομείνει, προσπάθησε να αντισταθεί αλλά η θάλασσα ήταν όχι μόνο πιο ισχυρή αλλά και πιο αποφασισμένη. Καθώς τα κύματα τη χτυπούσαν με δύναμη, η Μάγια αισθάνθηκε πως ίσως αυτή να ήταν η λύση στην απόγνωση που αισθανόταν, ένα τέλος διαφορετικό από ότι είχε υπολογίσει αλλά που κουβαλούσε στην καρδιά του την Κάθαρση.
Λένε πως αρκεί μία στιγμή για να δεις όλη σου τη ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια σου, μία στιγμή που σε φέρνει κοντά στον θάνατο, κυριολεκτικό ή ψυχικό. Μία στιγμή ικανή να ισοπεδώσει τα πάντα, μία στιγμή ικανή να σε αφυπνίσει ή να σε τραβήξει σε ύπνο αιώνιο. Αυτή τη στιγμή βίωνε η Μάγια. Όλες οι στιγμές που είχε ζήσει με τον Μίνωα περνούσαν καρέ-καρέ από μπροστά της. Όσα ήταν ο Μίνωας για εκείνη, όσα ένιωθε για τον Μίνωα και ποτέ δεν του είχε εξομολογηθεί, όσα πίστευε για τον εαυτό της και τώρα αναιρούσε.
Έκλεισε τα μάτια έτοιμη να παραδοθεί στη μοίρα της. Θα πνιγόταν στα νερά της θάλασσας που τόσο αγαπούσε, στα νερά που πίστευε πως γνώριζε και που τώρα, την πρόδιδαν γιατί φέρθηκε με απερισκεψία. Η θάλασσα δεν συγχωρούσε, το ήξερε κι όμως την είχε αψηφήσει. Άραγε, πώς θα τη θυμόταν ο Μίνωας; Τι αναμνήσεις θα κρατούσε από εκείνη; Αφέθηκε. Ένιωσε το κορμί, την ψυχή και την καρδιά της να γίνονται ένα με το νερό. Σαν να ζούσε σε όνειρο, μόνο που ήταν πραγματικότητα, η δική της πραγματικότητα, σκληρή και αδυσώπητη. Μια πραγματικότητα που δεν είχε νιώσει τον παραμικρό οίκτο για τα νιάτα της.
Αισθάνθηκε ένα χέρι να αρπάζει το δικό της και μετά, το νερό ολοένα και λιγόστευε μέχρι που άρχισε να βλέπει τα πρώτα αστέρια. Δύο χέρια δυνατά την τραβούσαν προς την ακτή, σχεδόν ένιωθε την άμμο να εισχωρεί στα ρούχα της. Κατάλαβε πως είχε σωθεί, πάνω που οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια, να δει τον σωτήρα αλλά ήξερε πως δεν χρειαζόταν. Τον είχε νιώσει τον Μίνωα, ήξερε πως θα έρθει κοντά της πολύ πριν της αρπάξει το χέρι. Άλλωστε, την ώρα που το νερό πλημμύριζε το κορμί της, το δικό του όνομα φώναζε.
Εναπόθεσε το κορμί της στην άμμο της σπηλιάς και με τα δάχτυλά του παραμέρισε τα μπλεγμένα μαλλιά από το πρόσωπό της που είχε μελανιάσει. Έπειτα έτρεξε στα πράγματά του, πήρε μια κουβέρτα και τη σκέπασε να τη ζεσταίνει. Ήταν και οι δύο μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Κάθισε δίπλα της και άρχισε να της τρίβει τα χέρια για να βοηθήσει το σώμα της να επανέλθει στην κανονική του θερμοκρασία.
Η Μάγια ανασάλεψε αργά. Πετάρισε τα βλέφαρά της και μέσα στο θολό των ματιών της, διέκρινε τον Μίνωα να την κοιτάζει με την αγωνία αποτυπωμένη στο πρόσωπο. Κρύωνε, τα άκρα της είχαν μουδιάσει μα ήταν ζωντανή. Θαρρείς και ήταν όνειρο μακρινό και δεν ήταν εκείνη που λίγο έλειψε να πνιγεί στα νερά που λάτρευε.
«Ανόητο κορίτσι, τι σκεφτόσουν;» τον άκουσε να μονολογεί, αλλά δεν είχε κουράγιο να του απαντήσει παρότι ήταν πολλά αυτά που ήθελε να του πει.
Ο Μίνωας κάθισε σιμά της νιώθοντας πια και ο ίδιος την κούραση στο κορμί του, ενώ ένα τρέμουλο συντάραξε τη ραχοκοκαλιά του. Είχε μπει η άνοιξη για τα καλά, μα η αποψινή νύχτα ήταν υγρή και το αεράκι που ερχόταν από το Λιβυκό πέλαγος νότιζε τα κορμιά και οτιδήποτε συναντούσε στο πέρασμά του.

0

Σχετικά θέματα