-Κανένα νέο;
-Τίποτις.
-Τίποτις…
Έσφιξε τα σχισμένα χέρια της και επανέλαβε ίσα για να το νοήσει. «Τίποτις…»
Αθόρυβα χάθηκε όσο ήσυχα εμφανίστηκε στην κάμαρη. Με ένα βουβό λυγμό πήρε το μπουκάλι απ’ το ντουλάπι. Στις μύτες των ποδιών της τεντώθηκε να πιάσει το ποτήρι. Το γέμισε ως τα πεινασμένα χείλη του, με λάδι. Ακούμπησε το στρογγυλό φελλό στην άκρη και τον κοίταξε με συμπόνια.
-Σκοτείνιασες έρμο κι εσύ…
Με αργές κινήσεις έβγαλε τις παντόφλες της και γονάτισε. Στα δύο διπλωμένη σα να σφάδαζε από τον πόνο, με το μέτωπο κατάχαμα άρχισε να ψιθυρίζει. Μόνο αυτή άκουγε, τα εικονίσματα κι η κουρελού που είχε στρωμένη.
Όταν κουράστηκε, ακούμπησε χαμέ όπως ήταν την πλάτη στον τσατμά. Δαγκώνοντας το μαντήλι που σκέπαζε την κεφαλή της, τράβηξε νήμα και ξέφτια. Τα γύρισε ανάμεσα στα δάχτυλά της τρυφερά σάμπως να τα παρηγορήσει που τα απόκοψε. Στη λάκα της παλάμης της, σχημάτισε ένα μικρό φυτίλι. Σ’ αυτό στηρίχτηκε να σηκωθεί. Το πέρασε στη καντηλήθρα και το άναψε προσεχτικά. Ήθελε να σιγουρευτεί πως θα τράβαγε καλά, της προσευχής της τ’ αγουρέλαιο. Το δωμάτιο φωτίστηκε και απ’ της ψυχής το βάθεμα ανάβλυσε παραμυθία.
Ο γέροντας κρατώντας το κασκέτο του, σε στάση προσοχής σαν έτοιμος για τη μεταλαβιά, προσκύνησε και βγήκε.
Εκείνη τον ακολούθησε βαστώντας το μαντήλι.
-Σώνι πια, γριά κι άλλο μη τους κλάψεις. Ζωντανοί είναι.
-Ζωντανοί είναι κύρη μου… μα δες; Πού στρέφουν το κορμί τους; Στη Σκάλα πρέπει να το γυρνούν κι όχι στ’ αγριοτόπι.
-Σώπασε, ξέρουν αυτοί, σε διαταγές ακούνε.
Ξάνθυνε ο Ιούλιος. Στο φέγγος της σελήνης, λίμνη γραμμένη μπροστά τους, τα άγανα. Ο αθέρας σάλευε ανυπόμονος. Σε κάθε ανάσα βόγκιζε το στάρι.
-Ακούς κύρη μου; Το μαυραγάνι δεν κρατιέται. Τρόιρα μυρίζει ο αλωνάρης… Σε μας ακόμα ο θεριστής.
-Μη με σουβλάς κι εσύ γριά. Σάμπως δεν νογάω; Πού χέρια να βαστάξουνε δρεπάνια, μέτωπα να στάξουνε ιδρό;
-Οι δυο μας, τότες. Έχει ο θεός, μας άφησε ποτές;
Ο γέροντας κούνησε το κεφάλι, πικρό το στόμα κλείστηκε βαρύ.
Δύο λεβέντες είχαν δώσει στη πατρίδα. Βαλκανικοί και Μικρασία.
Ο μεγάλος, τον κάματο νικούσε στο μερόνυχτο. Βαρυγκώμια δεν ήξερε να πει. Κι από δουλειές, όλες καμωμένες. Στα ζώα και στο όργωμα, στ’ αλώνι και στο τρύγο.
Ο δεύτερος πάλευε καλύτερα την πένα. Δάσκαλος με χέρια μαλακά. «Με τις σπουδές κερδίζουμε τον κόσμο. Ανοίγουν τις ψυχές οι συλλαβές».
Ύστερα, έφτασαν μέρες που χύνονταν βροχή οι μαύρες ώρες. Σαΐτευαν ψηλόκορφα τον ουρανό τα κυπαρίσσια. Γέμισε μνήματα η γη.
Ήρθε το χαρτί πρώτα στον μεγάλο. Τα αδέλφια δεν χρειάστηκαν λέξη να γυρίσουν. Ο δάσκαλος εθελοντικά την ύπαρξή του πρόσφερε. Δίπλα ο ένας για τον άλλον. Γιορτή η αναχώρησή τους για το μέτωπο. Χαρούμενα κάτω από ντουλαμάδες υφαντούς, πέταγαν τα περιστέρια. Στους ώμους στήριξαν γέρους και μάνες, κόρες κι αδελφές, για της πατρίδας την ανάγκη. Το χρέος υψηλότερο της ίδιας της ζωής τους.
Στην αρχή, στάλαζαν τα γράμματα ενθουσιασμό, γέμιζαν καμάρι γονείς και τόπος. Αργότερα, μέσα από τις λέξεις τους διάβαζαν για το χάρο. Για ήττες και για νίκες τους, για πόνο και αγρύπνιες. Για βίαιο εφιάλτη.
Καθημερινά ο πατέρας ανέβαινε στο καφενείο. Αναζητούσε μια γραφή, ένα μήνυμα για τη ζωή που αργούσε.
-Κανένα νέο;
-Τίποτις.
-Τίποτις…
Στα σημάδια των κορμών διάβαζαν την απουσία τους.
«Άπλωσε κι άλλο ο φτελιάς. Πέταξε μπόι το πλατάνι. Το αραποσίτι έμεινε φτενό, δεν είχε νερό να ρίξει».
Απόψε το ‘νιωθε, αγγελόκρουε μέσα του το θάρρος. Τα μπράτσα του λιγνά. Κρέμασε η αντοχή τους ώμους προς κάτω. Στέναζε μέσα του τ’ αδύναμο.
Το χωράφι του ορφανό, εκεί στη μέση, αθέριστο. Γλίτωσε από του λίβα το μαστίγωμα ο κάμπος, για πόσο ακόμα να παρακαλά να μην τα κάψει;
Και η γριά που ζώνονταν με φίδια; Δώδεκα χρόνια πάλευε να αντέξει τη σιωπή της. Τόσα μαντήλια χάλασε και τα έκανε φυτίλι κι απάντηση δεν γύρισε να πει για τα παιδιά τους.
«Παναθεμά σε Σμύρνη τη Σκάλα π’ άνοιξες
πήρες τα παλικάρια και μας ορφάνεψες».
Όσο για τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν, οι δυο τους προσπαθούσανε να κρατηθούν αντάμα. Περήφανοι δεν θέλησαν να μοιραστούν την πίκρα.
Ξημέρωνε σκόλη˙ Κυριακή. Τους γύρεψε ανάμεσα στους άλλους ο παπάς. Μήτε γέρο μήτε την κυρά του, μπόρεσε να βρει. Συλλογισμένος πριν κοινωνήσει τους πιστούς, βγήκε στην Ωραία Πύλη. Θέριεψε τη φωνή του, να τον ακούσουν όλοι. Έβγαλε «Παρακαλιά» για το ανήμπορο ζευγάρι. Να σώσουν τη σοδιά και να σταθούν στο πλάι. Να πάψει ο καημός πριν χάσουνε το βιος τους.
Σίμωσε όλο το χωριό να κάνει συμφωνία. Άλλος θα έφτιαχνε ψωμί να φάνε οι θεριστάδες, άλλος θα έφερνε νερό, τη κάψα να δροσίσει. Όσοι θα βάσταγαν λελέκια και δρεπάνια, πρώτοι θα πάλευαν μπροστά. Κι όσοι δεματιάζανε θα ακολουθούσαν στο κατόπι. Θα ‘βγαιναν αξημέρωτα την επομένη στο χωράφι. Τον ήλιο να προλάβουν να μη λιβακωθούνε.
Άγρυπνος πριν να χαράξει ο ουρανός, περπάτησε το γύρο στο χωράφι. Αναμετρήθηκε στο μπόι με τα στάχυα του, ο γέρος. Χάιδεψε τις μυτερές τους άκρες γυρεύοντας συγνώμη, τόσο που τα παίδεψε. Αφού τα ευχαρίστησε, την άδεια ζήτησε για να τα ρίξει κάτω.
Κι όταν μέσα του ετοιμάστηκε, φώναξε την κυρά να τον ακολουθήσει. Σκιάχτηκαν τριγύρω οι σταρήθρες. Μετάνοια τη μετάνοια, χεριά με τη χεριά, οι δυο μαζί εργάτες στης γης το αιώνιο γέννημα.
Σμάρι ολόκληρο, άνθρωποι ακούστηκαν να γελούν από μακριά και να φωνάζουν: «Να μαζευτούν τα αφεντικά, ο θερισμός να αρχίσει».
Παρέες οι άντρες στα μπροστά ετοιμάστηκαν να κόψουν. Ο πρωτεργάτης προς τον ήλιο στράφηκε, έκανε το σταυρό του: «Τυχερά και καλοξοδεμένα» έδωσε ευχή. Όρθιο στολίστηκε το πρώτο το δεμάτι.
Ο γέρος και η κυρά στέκονταν στα δίπλα. Ευχαριστούσαν τους χωριανούς που στη «Παρακαλιά» προσήλθαν.
Απόσκιο έβαλαν λευκές μαντήλες χαμηλά στο μέτωπο οι γυναίκες. Οι θεριστάδες τις γραμμές, μετρούσαν με τραγούδι. Χερόβολα μαζεύονταν και φτιάχνονταν δεμάτια. Οι θημωνιές υψώθηκαν και στρώθηκε τραπέζι. Πίσω από τη πιο τρανή, απλώθηκε ψωμί, όσπρια κι ελιές, σκόρδο κοπανιστό, κρύο νερό και ξύδι.
Την ώρα που έκοβε ο γέρος το καρβέλι, δύο άντρες από μακριά ερχόταν προς τα εκείνους. Πετάχτηκε πάνω η γριά. Πέφτει στα πόδια χαμηλά τους γιούς της, προσκυνάει. Τους πιάνει, τους φιλεί και τους χαϊδεύει. Νιόβγαλτα πουλιά τής έφυγαν, αετοί γυρίζουν πίσω.
-Πατέρα, θα μας φιλέψεις τίποτις; Είμαστε από δρόμο… είπε ο μεγάλος, σκύβοντας να του ασπαστεί το χέρι. Τη μάνα κράτησε ο μικρός, σφιχτά στην αγκαλιά του.
Πέταγαν οι κορυδαλλοί πάνω απ’ τα κεφάλια. Δεκάδες ήλιοι φώτισαν της επιστροφής το θαύμα. Λάμπρυναν τα πρόσωπα. Καρδιές πληρώθηκαν και χείλη. Όλοι μαζί, χορό με τα δρεπάνια έπιασαν, χρυσό καρπό να δρέψουν.
Σιμά στου γέρου τα παιδιά, της μοιρασιάς απόδειξη και της ευθύνης, όλοι ίσοι να σταθούν και στη χαρά μα και στη θλίψη.
Νίνα Ρόδη – Artenistas 13.1.2014
Παρακαλιά: Εθελοντική εργασία (ή προσφορά ειδών) έκφραση της κοινοτικής αλληλεγγύης, με σκοπό τη στήριξη οικογένειας που βρέθηκε σε ανάγκη
Χαμέ: Κάτω (χάμω)
Τσατμάς: Από την τούρκικη λέξη [tsatmás]. Εσωτερικό διαχωριστικό δωματίων φτιαγμένο με πλεγμένα καλάμια ή ξύλινα πηχάκια, καλυμμένο με ασβέστη και λάσπη και επίχρισμα σοβά. (Λαϊκή αρχιτεκτονική)
Σώνι: Αρκετά, τελείωνε (σώσε)
Σκάλα: Εδώ το λιμάνι της Σμύρνης (Σημ.:Το κείμενο αναφέρεται στην επιστροφή μέσω του λιμανιού της Σμύρνης στην Ελλάδα αντί στη συνέχιση της πορείας προς το βάθος της Ανατολής – αγριοτόπι)
Αθέρας: το άγανο των σταχυών
Μαυραγάνι: Ντόπιος προπολεμικός σπόρος σταριού, σήμερα η Ζέα
Τρόιρα: Τριγύρω
Θεριστής: Ο Ιούνιος μήνας θερισμού για τους αγρότες
Αλωνάρης: Ο Ιούλιος περίοδος για αλώνισμα
Νογάω: Καταλαβαίνω (εννοώ)
Ιδρό: Ο ιδρώτας
Ντουλαμάς: Ο μανδύας των φουστανελοφόρων
Φτελιάς: Φτελιά, μακρόβιο δέντρο (πτελέα η πεδινή)
Αραποσίτι: Αραβόσιτος, καλαμπόκι
Λίβας: Νοτιοδυτικός πολύ θερμός άνεμος
Αγγελόκρουε: Ψυχομαχούσε, έσβηνε
Σκόλη: Αργία, ημέρα εορτής κατά την οποία δεν εργαζόμαστε
Λελέκι: Εργαλείο θερισμού όπως το δρεπάνι, με μακρύτερη λαβή για το κόψιμο των χαμηλών σιτηρών
Λιβακώνομαι: Με καίει ο λίβας
Σταρήθρα ή σιταρήθρα: Το πτηνό κορυδαλλός (όταν φωλιάζει στο σιτάρι)
Χερόβολα: Μικροί σωροί από το κομμένο σιτάρι
Δεμάτια: Δεμένα αρκετά χερόβολα μαζί
Θημωνιές (θεμωνιές): Σωροί από δεμάτια σιτάρι, τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται για το αλώνισμα του καρπού