Η προίκα

by admin
480 views

 Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα

«Τα παιδιά από μάνα ορφανεύουν».

Μάλλον έτσι θα είναι αφού το έλεγε η θεία Μαρία. Η ίδια ορφάνεψε νωρίς, την ζόρισε και η μοίρα… Είχε το λόγο της να το πιστεύει.
Ο πατέρας της έβαλε άλλη γυναίκα σπίτι τους. Της έκανε ακόμα έξι αδέλφια. Έτσι σα μεγαλύτερη, φορτώθηκε τις δουλειές και το φθόνο της «καινούργιας». Όσο για τα μικρά, πατέρα είχαν τον πατέρα της, δεν χρώσταγαν σε τίποτα. Τα αγαπούσε.

Της μητριάς η κακοτροπιά την όργωνε σαν το υνί σε ξεραμένο χώμα.
Στο μέτωπο τής άφησε σημάδι. Πληγή βαθιά όπως η αδικία.
Όσο ξύλο έριχνε στη μικρή, τόσο ξεθώριαζε η παρουσία της άλλης, της μακαρίτισσας. Μπλάβιαζε το κορμί του κοριτσιού και δεν ξεχώριζαν τα χαρακτηριστικά της φύτρας της.
Κι όσο ο άντρας της θυμόταν την πεθαμένη, τόσο κι εκείνος “πέθαινε” μέσα της.
Γλυκιά, φεγγαροπρόσωπη και γλυκομίλητη η πρώτη του γυναίκα. Ψηλή, στεγνή η δεύτερη κι «αντρούτσος» όλο νεύρο.
Μ’ αυτήν την αγριάδα της, στέριωσε την προκοπή τους. Αυγάτισε τα αγαθά του άντρα της και καλοπροίκισε με ελιές και με περβόλια όλα τα παιδιά της. Πέθανε κι αυτή νωρίς αφήνοντας το τελευταίο της παιδί, έξι μηνών στο βύζαγμα, να της το μεγαλώσουν άλλοι.
Το δικό της το ορφανό, δεν της το χτύπησε κανείς.

Η θεία Μαρία πάντα «’σχωρνούσε» εκείνον τον περαστικό στον κάμπο που την γλίτωσε από της μητριάς, τη ζήλια.
̶ Μωρή, μη το χτυπάς άλλο, θα το σκοτώσεις. Δεν έχεις ψυχή να λυπηθεί;
Εκείνη σα να ντράπηκε, τ’ άφηκε μισολιπόθυμο κι έφυγε.

Από τότε τα πράγματα άλλαξαν για τη Μαρία. Σα να ’ταν της ελευθερίας το τίμημα, το τελευταίο εκείνο ξύλο.
Ο πατέρας της την έστειλε στους συγγενείς της μάνας της, στην Αθήνα. Κάτι να μην την βλέπει η «αντρούτσο» και νευριάζεται, κάτι ήθελε κι αυτός τη συνείδησή του ήσυχη, συμφώνησε να διώξουν το παιδί από το σπίτι.

Η πείνα του ‘41 βρήκε τους μεγαλοχωρίτες όπως έλεγε η θεία Μαρία τους ανθρώπους της πρωτεύουσας, μέσα στα σκουπίδια. Άλλους να αφήνουν το σώμα τους ξυλιασμένο στα σκαλιά της εκκλησίας, άλλους πάνω στα κάρα να τους μαζεύουνε σωρό.
Αυτή, όχι μόνο γλίτωσε από της μητριάς τα χέρια και την οδύνη της κατοχής αλλά ευτύχισε να ζήσει στα βόρεια προάστια.
Ο θείος της, στρατιωτικός, την πήρε παρακόρη του για τα θελήματα του σπιτιού -έτσι συνηθίζονταν τότε.
Σχολείο δεν πήγε. Έκανε δουλειές. Έμαθε να γράφει και να διαβάζει μαζί με τα ξαδέλφια της -ό,τι «έπιανε» δηλαδή, όταν της έμενε χρόνος. Έμαθε να κεντά, να μαγειρεύει, άψογα να στρώνει το τραπέζι στα επίσημα δείπνα του σπιτιού τους, μέχρι και τένις έμαθε να παίζει με τα ξαδέλφια της. Ποιος να το φαντάζονταν στο μακρινό χωριό της!
Το κορίτσι που σημαδεύτηκε στα πρώτα της τα χρόνια, ενηλικιωνόταν σε «δεσποινίδα όμορφη και πολύ νοικοκυρά», όπως καμάρωνε ο θείος της.

Καλοπαντρεύτηκε, άνοιξε το σπιτικό της. Γέννησε και δυο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Και στα δυο την ίδια προίκα τους έφτιαχνε. Να, τα τραπεζομάντηλα, τα κοφτά και οι τσεβρέδες. Να, σεντόνια υπέρδιπλα και Βέτλανς Νάουσας κουβέρτες.
Κάθε εβδομάδα για χρόνια περνούσε ο «Δοσάς» από την πόρτα της.

̶ Κυρά Μαρία έχω κάτι νέα σχέδια, θέλεις να τα δεις;
Έγιναν φίλοι με τον καιρό. Ήξερε ο ένας τι κάνει η οικογένεια του άλλου.
̶ Θα πάει για αρχιτέκτονας στην Ιταλία; Μπράβο, κυρά Μαρία, καλές σπουδές να έχει.
̶ Ο δικός σου πώς είναι;
̶ Πώς να είναι; Μαγουλάδες. Η γυναίκα μου γκρινιάζει, όλο στους δρόμους είμαι και δεν την βοηθάω…

Τα χρόνια περνούσαν. Τώρα σπούδαζε και τα δυο παιδιά στο εξωτερικό. Το σπίτι άδειασε. Το γέμιζαν όμως τα αδέλφια και τα ανίψια της. Κέντρο διερχομένων. Άντε να τελειώσει ο ένας ναυτικό, ο άλλος μηχανικός αυτοκινήτων, σπουδές, σταδιοδρομίες…
Από εκείνο το ισόγειο του σπιτιού της με τον μεγάλο κήπο ψηλά στην περιοχή του Καρέα βγήκαν άνθρωποι με αξίες. 
Ο άντρας της, τα δέχονταν όλα. Και την παρουσία και τα έξοδα των συγγενών. Ποτέ δεν είπε λέξη. Παράπονο από το στόμα του δεν βγήκε. Αν και  γυναίκα του, η θεία Μαρία, είχε τον τρόπο της στην οικονομία. Πάντα απλόχερα όλα, από το αρνάκι φρικασέ μέχρι το χαρτζιλίκωμα στα αγόρια.

Δεκέμβριος του ‘74. Θα στοίχειωνε εκείνος ο χειμώνας του αδελφού της, την ψυχή.
̶ Το κορίτσι μου, Μαρία. Να μου προσέχεις, το κορίτσι μου. Να μου το προικίσεις.
̶ Μείνε ήσυχη, θα στο προικίσω. Θα το προσέχω σα δικό μου παιδί.

Ήταν και η τελευταία φορά που είδε τη γυναίκα του αδελφού της.
Επτά χρόνια αργότερα στα δεκατέσσερα της, ένα αγοροκόριτσο μπήκε στο σπίτι της. Όχι στο ισόγειο. Στο σαλόνι. Το στερνοπαίδι της, κόρη του μικρότερου αδελφού και πολυαγαπημένου της. Ίσως γιατί από όλα τα αδέλφια αυτοί οι δυο μοίραζαν την ορφάνια τους στη μέση. Η πρώτη κι ο τελευταίος.
Χάνοντας την γυναίκα του ο αδελφός της, δεν παντρεύτηκε ξανά ποτέ. Φοβήθηκε μην πάθουν τα παιδιά του ότι κι αδελφή του από της μάνας του, τα χέρια. Άφησε την κόρη του στην αγάπη της Μαρίας. Θα τη φρόντιζε, θα της μάθαινε νοικοκυριό, θα τη μεγάλωνε σα να ‘ταν μάνα δεύτερη.

«Δοσάς…»
Η φωνή άρχισε πάλι να ακούγεται στο δρόμο της θείας. Αυτή τη φορά για την τρίτη και τελευταία προίκα.
Μήνα με το μήνα ο γιούκος με τα ασπρόρουχα όλο και ψήλωνε. Της κένταγε, της έπλεκε. Το βελονάκι δεν σταμάταγε. Πέρασαν απογεύματα σωρό, θηλιές μετρώντας και γαϊτάνια. Της μάθαινε σχολαστικά  όσα γνώριζε η ίδια, το νοικοκυριό, τους τρόπους και τις συμπεριφορές. Την κουζίνα και τη λάτρα, το σπίτι και τον κήπο. Δεν έμεινε τίποτα που να μην της το έδωσε. Κάποια στιγμή, νύφη βγήκε από το σπίτι η ανιψιά της με όλες τις τιμές και με την προίκα συνοδεία. Κι όταν ήρθε το μωρό, το ανηψοεγγόνι της, λίρα χρυσή στο προσκεφάλι του. Και τα μωρουδιακά δικά της όλα. Μάνα σωστή η θεία Μαρία.

*
**

Στις προσευχές της ανιψιάς, τα ονόματα των θείων της, Μαρίας και Ανδρέα. Στην αρχή υπέρ υγείας, μετά από χρόνια υπέρ αναπαύσεως. Πάντα μαζί με των γονιών της.

Την προίκα δεν την έχει πια στρωμένη. Άλλαξαν οι εποχές. Τα φύλαξε με σεβασμό μέσα στο ντουλάπι. Ανάμνηση όσων πέρασαν και όσων δεν γυρίζουν πίσω. Τα ανοίγει που και που, στη θεία της μνημόσυνο για τη ζωή που δέσμευσε σε εκείνη, τόσα χρόνια. Τα αγγίζει, τους μιλάει. Βλέπει ξανά τα χέρια επιδέξια το βελονάκι να κρατούν, κυκλωτικά το νήμα να γυρίζουν μες στη σοφία των εποχών. Κάποτε νοσταλγεί, κρατάει ένα παράπονο. Αυτό της απουσίας.

Σήμερα τα θυμήθηκε όλα αυτά ξανά. Σήμερα απλώνοντας το κάλυμμα πάνω στο κρεβάτι. Το αγόρασε σε χαμηλή τιμή απ’ το παζάρι, είδη από δεύτερο χέρι. Αυτό και τη ροτόντα με τέσσερις πετσέτες, δύο οβάλ σεμέν για τραπεζάκια κι ένα μαξιλάρι διακοσμητικό. Αμεταχείριστο όλο το σετ να καρτερεί χαρές δικές του.

̶ Τι έγινε και τα ‘δωσαν, κυρ Τάκη; ρώτησε τον μαγαζάτορα.
̶ Έφυγαν στο εξωτερικό. Πήραν τα απαραίτητα. Μια καλύτερη τύχη τους περιμένει, της είπε εκείνος ήρεμα.

Κάπως σα να ησύχασε μέσα της. Δεν ήθελε να υπάρχει πόνος σε τούτη την ανάγκη. Ένα καλύτερο αύριο… Ευχές για «καλοστέριωτοι» να τους συνοδεύουν εκεί που πάνε.
Όσο για την προίκα της ξενιτιάς, μες στο δικό της σπιτικό χαμένη δεν θα πάει.
Γνωρίζει μέσα της καλά, «προίκα» τι σημαίνει.

Νίνα Ρόδη – Artenistas 25.11.2014

Σχετικά θέματα