Συνηθίζω να λέω:
«δεν μπορείς να αγγίξεις το μέλλον αν, δε σε άγγιξε το παρελθόν».
Διότι αν δεν ένιωσες, δεν έζησες κυρίως δεν διδάχθηκες από αυτά που
σου πρόσφερε το παρελθόν σου, δεν θα μπορέσεις να εκτιμήσεις
ό,τι το μέλλον σχεδιάζει.
Αέναο εξακολουθεί το παρελθόν της πόλης, δυόμιση και πλέον χιλιετίες σε κάθε της γωνιά
να διεκδικεί το μερίδιό του.
Εάν πρόσφερε ή όχι σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα να προσβλέπει
σε ένα δημιουργικότερο μέλλον αυτό είναι καθαρά αποτέλεσμα συνέργειας.
Της ιστορίας της πόλης και των κατοίκων της.
Βήμα το βήμα, σελίδα τη σελίδα, η πόλη παρουσιάζεται σε όσους θέλουν να τη
γνωρίσουν και να αξιοποιήσουν κάθε στοιχείο που προσφέρει. Υποδεικνύει τρόπους
μέσα από τη σοφία της συλλογικής μνήμης κάθε κοινότητας και κάθε γειτονιάς της.
Η άλλοτε Βασίλισσα, στο δύσκολο τοκετό της, γέννησε την Απαντοχή για κόρη της.
Κατάφερε να γίνει μάνα σε χιλιάδες πρόσφυγες, παιδιά ξεριζωμένα που πάτησαν την
πατρώα γη την άγονη και της ξαναέδωσαν ζωή. Αυτή η μάνα ακόμα συγχωρεί τις όποιες
συμπεριφορές που την πληγώνουν. Και ανέχεται. Γιατί αγαπάει.
Εάν καταφέρει η πόλη να ξεπεράσει τον κακό της εαυτό; Θα το αποδείξει η επόμενη γενιά.
Προς το παρόν η δική μας, πνέει τα λοίσθια.
Θαμπωμένη από το φως της αλήθειας, μιας αποκαρδιωτικής πραγματικότητας που διάγει,
εναποθέτει ελπίδες όπως έκαναν και θα συνεχίζουν να πράττουν όλες οι γενιές, στην επόμενη.
Συμβασιλεύουσα, προσφυγομάνα, ερωμένη, πρωτοπόρα, όποια ονομασία ή
ιδιότητα της προσδώσουμε, η μαγνητική της βελόνα θα δείχνει μονίμως το βορρά έχοντας
στραμμένο πάντοτε το βλέμμα της θλιμμένο, προς στο νότο.
Νίνα.
Υ.Γ Διαβάστε στη συνέχεια, στη σελίδα 2, το κείμενο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Σε ποια πόλη θέλουμε να ζούμε;»