Ο καθρέφτης είναι για πέταμα;
̶ Ναι, τον θες; Μόνο που είναι ραγισμένος.
̶ Δεν πειράζει, μου κάνει.
̶ Πρόσεχε, είναι βαρύς.
̶ Ξέρω από βάρη, σε ευχαριστώ.
Θα τον έβαζε στο καινούργιο του σπίτι. Ο Θεός να το κάνει δηλαδή.
Ημιυπόγειο με ένα παράθυρο και μια μισοσπασμένη πόρτα σε ακάλυπτο.
Το νοίκι χαμηλό. Χαμηλός κι ο ουρανός όσος εγκλωβίστηκε για συντροφιά ανάμεσα στα γκρίζα.
Τα βήματά του γρήγορα για να μικρύνει την απόσταση όσο ακόμα είχε αντοχές. Άσπριζαν τα δάχτυλα από σφίξιμο και βάρος. Φορτωμένος αιώνες στιγμιαίους, ετούτος ο καθρέφτης.
Ελεύθερος για πρώτη φορά, βρέθηκε να ανακλά φως ημέρας. Οχήματα, κίνηση, πρόσωπα χαμένα, βιαστικά. Άστραφτε γαλάζια η επιφάνειά του ξεκλέβοντας φως αττικό ανάμεσα στα κτίρια.
Ο κόσμος μέσα του, ο κόσμος γύρω του εικόνες πρόσκαιρες.
Ο νέος ιδιοκτήτης έβγαλε την αφίσα του προηγούμενου νοικάρη και θέλησε να κρεμάσει το απόκτημά του.
Το καρφί δεν κράτησε, παρέσυρε μαζί και τον καθρέφτη. Θρύψαλα γέμισε το δωμάτιο. Θρύψαλα και των δύο η χαρά. Τόσο κράτησε. Όσο η απόσταση από την Βερανζέρου στη Φυλής.
Συγκέντρωσε με τα χέρια τα μεγαλύτερα κομμάτια. Έσπρωξε με ένα τετράδιο τα μικρότερα μαζί˙ σκούπα δεν είχε βρει ακόμα. Ξάπλωσε στο στενό ντιβάνι. Μπρούμυτα, με το κεφάλι προς τα πόδια. Απαρηγόρητος.
Άπλωσε τα χέρια και βάλθηκε να σχηματίζει μια ασημένια θάλασσα στο πάτωμα. Στάγματα κόκκινα από τον παράμεσο και τον αντίχειρα, έσταζαν ρόδακες πάνω στα κομμάτια.
Για τη θυσία μιλούν του αίματος, για τη θυσία της σιωπής όμως κανείς.
Εκείνο το βράδυ τον επισκέφτηκαν τα πρόσωπα του καθρέφτη. Και το επόμενο και το μεθεπόμενο και κάθε που το σκοτάδι πλησίαζε μοναχικό και ανήσυχο, γέμιζαν ευθύς τα εικοσιεπτά τετραγωνικά του ημιυπόγειου με φως και κόσμο.
Νίνα Ρόδη – Artenistas 22.9.2014